Μενού

ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ, ΤΟ (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

2011 7

O Jacques Prévert (1900-1977) υπήρξε κορυφαίος εκφραστής της γενιάς των μετα-σουρεαλιστών ποιητών του σύγχρονου υπαρξισμού, επηρεασμένος από το θέατρο του παραλόγου και αφοσιωμένος στις αξίες του ουμανισμού. Ήταν ο δεύτερος γάλλος ποιητής, μετά τον Jean Cocteau, που δοκίμασε με επιτυχία τις δυνάμεις του στον κινηματογράφο, αν και η συνεισφορά του δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο του σεναρίου. O Prévert έβλεπε τον κινηματογράφο ως ιδανικό εργαλείο για κριτική  απέναντι στην εξουσία μέσω των καυστικών διαλόγων και της σκιαγράφησης μιας γκαλερί περιθωριοποιημένων και υποβαθμισμένων ανθρώπων.

Ο Prévert βρήκε στον νεαρό τότε Marcel Carné (1906-1996) -πρώην κινηματογραφικό κριτικό και βοηθό του Jacques Feyder- έναν σκηνοθέτη ικανό να μεταφέρει τις λογοτεχνικές του εμπνεύσεις στην οθόνη, δίνοντας μια δραματουργική συνέπεια στο όραμά του. Η ζύμωση της συνεργασίας τους μετάλλαξε τον σουρεαλισμό του Prévert σε υπαρξιακή μοιρολατρία, και τη λαϊκότητα του Carné σε ιδεαλιστικό συμβολισμό. Τα στοιχεία αυτά έλιωσαν το ένα μέσα στο άλλο δίνοντας αρχικά ταινίες («Δύο Σελίδες Έρωτος» (1936) και «Drôle de Drame» (1936)) που προετοίμασαν τη μελλοντική, συγκλονιστική κινηματογραφική τους κατάθεση, που έφτασε στο απόγειο της με μια σειρά από ανεπανάληπτα αριστουργήματα: «Το Λιμάνι των Αποκλήρων» (1938), «Ξημερώνει» (1939), «Οι Επισκέπτες της Νύχτας» (1942) και το magnum-opus «Τα Παιδιά του Παραδείσου» (1945). Το ιδιαίτερο ύφος αυτών των ταινιών, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στα χαρακτηριστικά της ποίησης του Prévert -υποβλητική και αντιακαδημαϊκή, τρυφερή και μελαγχολική, ανθρώπινη και ερωτική, απλή και συναισθηματική- γέννησε το ρεύμα του «ποιητικού ρεαλισμού» που ευδοκίμησε στη δεκαετία του 1930 στη Γαλλία.

Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού είναι αναμφισβήτητα το «Λιμάνι των Αποκλήρων», ένας προάγγελος του φιλμ νουάρ στην πιο πρωτόγονη και αρχετυπική μορφή του, που ουσιαστικά μιλά για την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και την αδυναμία απόδρασης από την Ειμαρμένη. Η αφήγηση εκκινεί σε μια μουντή νύχτα, με τον Jean (Jean Gabin), λιποτάκτη του γαλλικού αποικιακού στρατού, να φτάνει στο λιμάνι της Χάβρης άφραγκος και πεινασμένος, με την ελπίδα να ξεφύγει από ένα βασανιστικό παρελθόν και να σαλπάρει για μια καινούρια ζωή στην Αμερική. Το πεπρωμένο όμως έχει άλλα σχέδια γι’ αυτόν, και τον οδηγεί σε ένα απόμερο στέκι του λιμανιού όπου συχνάζουν πονεμένες ψυχές και απόκληροι της κοινωνίας, όπως η νεαρή Nelly (Michèle Morgan), ο απεχθής και γλοιώδης Zabel (Michel Simon) και ο μαστροπός Lucien (Pierre Brasseur), ένα παθολογικό μείγμα βίας και δειλίας. Εκεί ο Jean γνωρίζει τον έρωτα στο αθώο πρόσωπο της Nelly, που σε συνδυασμό με την προδιάθεσή του να βοηθά τους άλλους, θα τον μπλέξει στα δίχτυα του υποκόσμου. Η σύντομη ιστορία αγάπης μεταξύ Gabin και Morgan, ενός θρυλικού ζευγαριού του γαλλικού σινεμά, εισάγει το θέμα του πεπρωμένου, κεντρικό στο έργο του Carné, αλλά και της αναζήτησης της ευτυχίας και της ελευθερίας σε έναν κόσμο που μαστίζεται από τη σήψη. Ο Jean, όπως και όλοι οι αρχετυπικοί ήρωες του νουάρ, είναι ένας σεσημασμένος άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του.

Το ασύγκριτο ταλέντο του Carné να εμποτίζει τις ταινίες του με πεσιμιστική ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με το αντίστοιχο του Prévert να δίνει ποιητική χροιά σε φαινομενικά κοινότοπους διαλόγους, χαρίζουν στο «Λιμάνι των Αποκλήρων» τη φήμη του ως μία από τις σπουδαιότερες γαλλικές ταινίες όλων των εποχών. Υπάρχει μια αύρα διάβρωσης και φθοράς που μολύνει τους χαρακτήρες με μια βαθιά αίσθηση απελπισίας, κάνοντάς τους να μοιάζουν με καταδικασμένους που απλά περιμένουν την αναγγελία της εκτέλεσής τους. Τα σκηνικά, εσωτερικά και εξωτερικά, βυθίζονται συνεχώς στην ομίχλη και τις σκιές, που λες και μπλέκουν τους πρωταγωνιστές σε ιστούς αράχνης, καθηλώνοντάς τους μέχρι να εμφανιστεί ο θάνατος για να τους χαρίσει μια λυτρωτική απελευθέρωση, τη μόνη διαφυγή από αυτό τον βούρκο αμείωτης δυστυχίας. Και ο τραγικός Jean του συγκλονιστικού Gabin, θύμα των δύο μεγάλων μεταφυσικών οντοτήτων, του Πεπρωμένου και του Έρωτα, με στωικότητα και αξιοπρέπεια αντιμετωπίζει την τελική ήττα.

Το «Λιμάνι των Αποκλήρων» είναι λουσμένο σε μια ονειρική, σχεδόν απόκοσμη ατμόσφαιρα από την αρχή μέχρι το τέλος. Η ατμοσφαιρική κινηματογράφηση του Eugen Schüfftan -που αντηχεί τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με έντονους ασπρόμαυρους τόνους και χρήση των σκιών- δημιουργεί μια αίσθηση κρυμμένης απειλής και αναπόδραστης καταστροφής, με τις λίγες στιγμές ευτυχίας να διαπερνούν το πηχτό σκοτάδι. Η ζοφερή μουσική υπόκρουση του Maurice Jaubert εντείνει την αργή, αδυσώπητη μοιρολατρία, ενώ τα στυλιζαρισμένα σκηνικά του Alexandre ευθυγραμμίζονται με το ουσιαστικό περιεχόμενο της ταινίας. Όμως και μπροστά από τις κάμερες λάμπουν μερικοί από τους καλύτερους γάλλους ηθοποιούς της εποχής -Jean Gabin, Michèle Morgan, Michel Simon και Pierre Brasseur-, χωρίς να ξεχνάμε τον πιστό φίλο του Gabin, ένα χαριτωμένο άσπρο σκυλάκι.

Στα απομνημονεύματά του, ο Marcel Carné έγραψε: «Την εποχή εκείνη οι οθόνες ήταν γεμάτες κωμωδίες, μουσικές ή μη, λαμπρές, ηλιόλουστες και γεμάτες παραστάσεις. Και τώρα έφτασα εγώ με το άδειο νυχτερινό μου κέντρο, την ομίχλη μου, το γκρίζο μου, το βρεγμένο πεζοδρόμιο και τον φανοστάτη μου». Αν και στη δεκαετία του 1960 οι κριτικοί της Νουβέλ Βαγκ δεν αναγνώρισαν την πρωτοποριακή και προφητική δύναμη του ποιητικού ρεαλισμού και λιθοβόλησαν τον Carné, ως αντώνυμο της κινηματογραφικής νεωτερικότητας, η επιρροή του ρεύματος έγινε αισθητή στις πιο σημαντικές αισθητικές εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας, τον ιταλικό νεορεαλισμό και το αμερικανικό φιλμ νουάρ, αλλά και στις πρώτες ταινίες του Ingmar Bergman, όπως το «Λιμάνι» (1948), που αποτίνει φόρο τιμής στο αριστούργημα το Carné.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module