Μενού

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΡΕΠΟΡΤΕΡ (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

2006 1

Σε όλη τη φιλμογραφία του ο Antonioni στοχαζόταν και μελετούσε τον «άνθρωπο», με βλέμμα άγρυπνο και διορατικό -τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον έξω κόσμο, αλλά κυρίως με τον εσωτερικό του κόσμο. Με τρόπο μοναδικό, ο ιταλός auteur εξέφραζε το άρρητο: τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ατόμου στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, τον θάνατο. Δεν έκανε κινηματογράφο αφηρημένης τέχνης, αλλά ένα αμιγώς ανθρωποκεντρικό σινεμά μετατρέποντας με μαγικό τρόπο το αφηρημένο σε συγκεκριμένο, το στιγμιαίο σε διαχρονικό, το ατομικό σε συλλογικό, το χωρικό σε οικουμενικό.

Η μινιμαλιστική μοντερνιστική αισθητική του Antonioni παγιώθηκε με την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης»: «Η Περιπέτεια» (1960), «Η Νύχτα» (1961) και «Η Έκλειψη» (1962). Το 1964 γύρισε την πρώτη του έγχρωμη ταινία, «Η Κόκκινη Έρημος», και στη συνέχεια έφυγε από την Ιταλία επιλέγοντας να ριζοσπαστικοποιήσει την προσέγγισή του ως καλλιτέχνη και ταξιδιώτη. Ξεκίνησε εξερευνήσεις, τόσο γεωγραφικές όσο και εγκεφαλικές, αλλά και τεχνικές καινοτομίες που συνοδεύονταν από έναν ολοένα και πιο απαισιόδοξο τόνο. Ο κριτικός και εμπορικός θρίαμβος του «Μπλόου-Απ» (1966) σχολίαζε την ψυχεδελική ποπ κουλτούρα του Λονδίνου της δεκαετίας του 1960. Με το “Ζαμπρίσκι Πόιντ” (1970) προσπάθησε -αμήχανα- να έρθει σε επαφή με τη διαμαρτυρόμενη αμερικανική νεολαία, να νοιώσει την απεραντοσύνη της «Κοιλάδας του Θανάτου» και να διατυπώσει την άποψη του για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την καταναλωτική κοινωνία τους, αλλά και ίδιο τον κινηματογράφο. Ακολούθησε το τετράωρο ντοκιμαντέρ «Κίνα» (1972), μια μελέτη για τον μετασχηματισμό της κινεζικής κοινωνίας στην εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ, και αυτό το οικουμενικό παζλ έκλεισε με το «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ», που διαδραματίζεται στην υποσαχάρια Αφρική και την Ισπανία.

Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου (Jack Nicholson) που πηγαίνει στην Αφρική για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την ευκαιρία να αποκτήσει την προσωπικότητα ενός άλλου, και για προσωπικούς λόγους που του έχουν προκαλέσει βαθιά απογοήτευση, μπαίνει σε αυτή την περιπέτεια με τον ενθουσιασμό κάποιου που πιστεύει ότι πρόκειται να συναντήσει μια απρόσμενη ελευθερία. Άλλωστε κάθε άνθρωπος έχει ευχηθεί, τουλάχιστον μία φορά, να αλλάξει την ταυτότητά του. Ο πρωταγωνιστής ξέρει ότι αυτός ο «άλλος» είναι επιχειρηματίας, αλλά δεν γνωρίζει τους κινδύνους που εγκυμονεί το είδος της επιχείρησης του.

Ακολουθώντας φαινομενικά τους τυπικούς κανόνες της αστυνομικής περιπέτειας, το σενάριο του Mark Peploe υφαίνει μια ρέουσα αλλά αδιαφανή και εσκεμμένα ελλειπτική πλοκή, καθώς αφήνει μόνο τα πιο σημαντικά στοιχεία της αφήγησης και των διαλόγων. Η σκηνοθεσία του Antonioni αντιστρέφει με μαεστρία το σασπένς και το μετατρέπει σε αργό διαλογισμό για την αναζήτηση και την απώλεια του εαυτού, το τέλος των πολιτικών ιδεωδών, το κλίμα βίας γύρω από το εμπόριο όπλων και τους μετααποικιακούς πολέμους. Το σχέδιο ανταλλαγής ταυτότητας του ρεπόρτερ, που καταδιώκεται τόσο από δολοφόνους όσο και από την περιέργεια της γυναίκας του, είναι καταδικασμένο, αλλά καταφέρνει, έστω και για λίγο, κλέβοντας τη ζωή ενός άλλου να γευτεί την αληθινή ελευθερία και να φύγει από τη φυλακή του εαυτού του, ξεκινώντας πάλι από το μηδέν. Όμως δεν είναι ο θάνατος που κυνηγά τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά ο ίδιος ο παράξενος «ταξιδιώτης», που με το πέρασμα του χρόνου αποδομείται σωματικά και ψυχικά οδεύοντας εξουθενωμένος προς έναν λυτρωτικό θάνατο, πραγματικό και συμβολικό. Τελικά η ζωή αποδεικνύεται μια ατελής προσπάθεια, ο θάνατος είναι η μόνη δυνατή διαφυγή από την ταυτότητα των ζωντανών.

Όπως και σε προηγούμενες ταινίες του, ο ιταλός auteur χρησιμοποιεί με εκπληκτικό τρόπο το τοπίο. Αναπτύσσει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ψυχισμό των προσώπων, τη συναισθηματική τους ένδεια και το περιβάλλον, με τις εικόνες του κινηματογραφιστή Luciano Tovoli να δημιουργούν μια πρωτόγνωρη κινηματογραφική εμπειρία. Όσο για τον Jack Nicholson, που αποκάλεσε τη συνεργασία του µε τον Antonioni τη «μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του», παραδίδει μια συνταρακτικά εσωτερική ερμηνεία.

O «Ρεπόρτερ» είναι το πιο υποκειμενικό, το πιο υπαρξιακό έργο του Antonioni. O ήρωας «αιμορραγεί» συνεχώς, αισθανόμαστε τον θάνατο να πλησιάζει, μέχρι το εμβληματικό πλάνο-σεκάνς όπου η κάμερα βγαίνει μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου ενός επαρχιακού ξενοδοχείου και με μια μακρόσυρτη αιθέρια κίνηση διαγράφει γωνία 360 μοιρών, μέχρι να επιστρέψει στο ίδιο παράθυρο, να κοιτάξει μέσα από τα ίδια κάγκελα για να ξανασυναντήσει τον Nicholson, αυτή τη φορά νεκρό. Στην εξουθενωτική διάρκεια των επτά λεπτών του πλάνου, ο Antonioni υποβάλλει τον θεατή σε μια εντατική ενατένιση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου, σε αναστοχασμό για το αξεπέραστο όριο της ύπαρξης και σε προσμέτρημα της αιωνιότητας που συνεχίζεται και μετά από μας. Ταινία ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες γύρω από την ύπαρξή  και τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτός ο αριστουργηματικός «Ρεπόρτερ» αφήνει μια επίγευση ομορφιάς αλλά και θλίψης.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module