Μενού

REBΕCCA (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

1922 8

«Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι πήγα ξανά στο Manderley»… Το μυθιστόρημα (1938) της Daphne Du Maurier και η ταινία (1940) του Alfred Hitchcock ανοίγουν με την ίδια, γεμάτη μυστήριο, φράση. Η σκηνοθεσία του Hitchcock, εναρμονισμένη με τις υποσχέσεις της εισαγωγής, επιβάλλει αμέσως το παραξένισμα και τη σύγχυση των συναισθημάτων που διατρέχουν όλη την ταινία. Ενώ το voice-over της Joan Fontaine συνεχίζει την περιγραφή του χώρου, η κάμερα τα συνοδεύει διασχίζοντας την πύλη και τα απόκοσμα σοκάκια του Manderley σε μια μετάβαση από την αρχικά φωτεινή και ελεγειακή αύρα σε γοτθική και απειλητική όψη.

Η ντροπαλή νεαρή αφηγήτρια (Joan Fontaine) ερωτεύεται στο Μόντε Κάρλο έναν πλούσιο χήρο, τον Maxim de Winter (Laurence Olivier), ο οποίος της ζητά να τον παντρευτεί και την παίρνει να ζήσει μαζί του στην αρχοντική του κατοικία στο Manderley. Αλλά μόλις φτάνει εκεί, το κορίτσι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την καταπιεστική μνήμη της νεκρής συζύγου, της Rebecca, της οποίας η παρουσία εξακολουθεί να στοιχειώνει ολόκληρο το αρχοντικό. Αυτό τροφοδοτείται κυρίως από την τρομακτική φιγούρα της κυρίας Danvers (Judith Anderson), οικονόμου του Manderley, που συνδέεται με έναν νοσηρό δεσμό πίστης με την αποθανούσα. Όπως και σε πολλά άλλα έργα του Hitchcock, η αίσθηση του κινδύνου είναι πάνω απ’ όλα ψυχολογική, δηλαδή πηγάζει από το μυαλό της πρωταγωνίστριας, βασανισμένης από την πανταχού παρούσα σκιά του φαντάσματος της Ρεβέκκας. Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η αδυναμία απελευθέρωσης από τα φαντάσματα του παρελθόντος, ένα στοιχείο που ο Hitchcock αργότερα θα επαναλάμβανε με αριστουργηματικό τρόπο στο μνημειώδες «Vertigo» (1958), με μια γυναίκα που πρέπει να πάρει τη θέση κάποιας άλλης.

Η «Ρεβέκκα» αποτελεί το αμερικανικό ντεμπούτο του Hitchcock, μετά από μια σειρά βρετανικών θρίλερ. Με μια απρόσεκτη ματιά μπορεί να φαντάζει παράταιρη μέσα στη φιλμογραφία του master των θρίλερ. Ωστόσο το φιλμ αυτό περιέχει όλα τα βασικά σημεία της ποιητικής του -εμμονή, ενοχή, φόβο, εξαπάτηση, εξουσία-μεταφερμένα σε μια αρρωστημένη, ρομαντική και εφιαλτική ατμόσφαιρα. Είναι ταυτόχρονα ένα τρυφερό γοτθικό ειδύλλιο και μια στοιχειωτική ιστορία φαντασμάτων, αφηγημένη από τη σκοπιά μιας γυναίκας.

Ο χαρακτήρας του τίτλου είναι μια γυναίκα που δεν εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη, ούτε καν σε φωτογραφία. Πέθανε πριν καν ανοίξει η ιστορία, κι όμως η παρουσία της εμποτίζει κάθε καρέ της ταινίας. Αυτό το αόρατο φάντασμα αιωρείται πάνω από τη φαινομενικά καταδικασμένη αγάπη μιας αφελούς νεαρής γυναίκας (Joan Fontaine), η οποία δεν κατονομάζεται ποτέ. Τα ονόματα είναι σημαντικά σε αυτή την ταινία και το σενάριο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγει να δώσει στην ίδια την ηρωίδα ένα όνομα, αλλά και μια σαφώς καθορισμένη ταυτότητα. Αντίθετα ο επιδεικτικός Maxim έχει μια πληθώρα ονομάτων -το πλήρες όνομά του είναι George Fortescue Maximilian de Winter- και το πανταχού παρόν όνομα της Rebecca εμφανίζεται τόσο συχνά σαν να είναι ακόμα ζωντανή.

Το καλά διαρθρωμένο σενάριο των Robert E. Sherwood, Joan Harrison, Philip MacDonald, Michael Hogan χωρίζει τη ταινία σε τρία μέρη -χωρίς να διασπά την ομοιογένεια της-, στα οποία κατά σειρά κυριαρχούν τα συστατικά στοιχεία του ρομαντισμού, του τρόμου και της αστυνομικής ίντριγκας.

Το πρώτο μέρος είναι λαμπερό, ρομαντικό, με πνευματώδες χιούμορ που υποστηρίζει τη χαριτωμένη ερωτική του ίντριγκα, με λεπτές πινελιές παρέκκλισης ως προοικονομία για το μαύρο σύννεφο που έρχεται. Όμως ξαφνικά, το δεύτερο μέρος βυθίζεται σε ένα ρομαντικό σκοτάδι που θυμίζει Edgar Alan Poe, με τον Hitchock να ξεχνά τώρα κάθε σταγόνα χιούμορ. Η κάμερα κινείται ληθαργικά, σε αρμονία με μακρόσυρτα πλάνα, με ρευστές κινήσεις που απεικονίζουν ένα σπίτι που διατηρεί όλες τις οδυνηρές αναμνήσεις του Maxim. Η ακρίβεια των αξεσουάρ και των διακοσμητικών, η ομορφιά των αντιθέσεων, ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα αποκαλύπτει τα δωμάτια και τους ενοίκους, μας βυθίζουν σε έναν προθάλαμο θανάτου, όπου ο χρόνος σταμάτησε, με το συμβολικό γράμμα R να βρίσκεται σε κάθε αντικείμενο του σπιτιού και να μαρτυρά την απόκοσμη παρουσία της Rebecca. Η ατσάλινη φιγούρα της κυρίας Danvers, τρομακτικού φύλακα αυτής της κόλασης, εμφανίζεται συστηματικά χωρίς να φαίνεται από πού έρχεται ενώ κινείται σαν αιωρούμενη. Κάθε σκηνή της με τη δύστυχη Fontaine είναι ένα θαύμα ακρίβειας, καθώς η οθόνη κόβεται στα δύο μεταξύ της νοσηρότητας της πρώτης και της αθωότητας της δεύτερης. Έτσι καταλήγουμε  στο τρίτο μέρος της αστυνομικής ίντριγκας, που δεν υστερεί σε ενδιαφέρον.

Από αισθητική άποψη, η «Ρεβέκκα» είναι μια τέλεια κατασκευασμένη ταινία: η πεισιθάνατη φωτογραφία του George Barnes με καθηλωτικά παιχνίδια σκιών και φωτός, η σκηνογραφία του Lyle Wheeler, το κομψό μοντάζ του W. Donn Hayes και το σάουντρακ του Franz Waxman που αγκαλιάζει κάθε χειρονομία των χαρακτήρων συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σκοτεινής ατμόσφαιρας βουτηγμένης στη νεκροφιλία γύρω από τη ζοφερή έπαυλη.

Η «Ρεβέκκα» είναι μια ταινία παραμυθιού, ψυχανάλυσης, αστυνομικού αινίγματος και τρόμου, με τον θεατή να εμπλέκεται στη θολή και μυστηριώδη ιστορία μέσα από το ανήσυχο βλέμμα της νεαρής γυναίκας. Μια συνεχής όσο και απροσδιόριστη αίσθηση απειλής φορτίζει σαν ηλεκτρικό πεδίο την ατμόσφαιρα της. Άραγε η αληθινή και βαθιά αγάπη θα κατορθώσει να διαλύσει το τοξικό νέφος της νοσηρότητας και της υστερίας;

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module