Μενού

ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

1922 8

Σε ένα εκπληκτικό -βαθιά εστιασμένο- νυχτερινό πλάνο, ο Χανσένκερ (Burt Lancaster) αγναντεύει από την κορυφή ενός κτηρίου την ολόφωτη Νέα Υόρκη, την πόλη του «κυβερνά» με σιδερένια πυγμή κι εκδικητική αγριότητα. Δέος προκαλεί η όποια αναφορά σε αυτόν, η οποία διαποτίζει την οθόνη πολύ πριν την εμφάνισή του.

Ο Χανσένκερ είναι ένας τυραννικός και μακιαβελικός αρθρογράφος που μέσω της στήλης του ελέγχει τον κόσμο της πολιτικής και του θεάματος, απογειώνοντας ή καταστρέφοντας καριέρες σε μία νύχτα. Ο Σίντνεϊ Φάλκο (Tony Curtis) είναι ένας νεαρός ατζέντης, που τυφλωμένος από την επιθυμία του για φήμη και πλούτο, γίνεται υποτακτικός του Χανσένκερ. Όταν η αδελφή του τελευταίου, Σούζι (Susan Harrison), ερωτεύεται έναν μουσικό της τζαζ, τον Στιβ Ντάλας, ο Χανσένκερ απαιτεί από τον Φάλκο να τους χωρίσει. Όταν αυτός αποτυγχάνει, τον θέτει σε δυσμένεια. Τότε, ο αδίστακτος Φάλκο διαρρέει στον Τύπο τη φήμη ότι ο Ντάλας είναι ναρκομανής και κομμουνιστής, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση ζοφερών γεγονότων…

Οι «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» αποτελούν την καλύτερη δημιουργία του σκωτσέζου Alexander MacKendrick. Ο γνώριμος από τις ιδιότυπες κωμωδίες των στούντιο Ealing («Whisky Galore!», «The Lady Killers») σκιαγραφεί το πορτρέτο των δύο αυτών αντρών και την αναπόφευκτη σύγκρουσή τους μέσα από το ειρωνικό, πικρό και αιχμηρό σενάριο των Clifford Odets και Ernest Lehman. Το θαυμάσιο score του Elmer Bernstein και η ευέλικτη κινηματογραφική μηχανή του θρυλικού James Wong Howe καταγράφουν με στιλπνή σκληρότητα τη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης.

Στους «Σκοτεινούς Δολοφόνους» δεν διαπράττονται φόνοι, δεν υπάρχουν μοιραίες γυναίκες ούτε προμηνύματα της μοίρας, αλλά ο κυνισμός, η απληστία και ο αμοραλισμός στάζουν από κάθε λέξη. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι καθηλωτική και συναρπαστική με τα κομψά νυχτερινά κέντρα, τα καπνισμένα μπαρ, τα ακριβά ξενοδοχεία. Και μέσα σε αυτά, αλληλοσπαράσσονται πλούσιοι επιχειρηματίες, ισχυροί πολιτικοί, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, εντυπωσιακές διαθέσιμες γυναίκες, αδίστακτοι τυχοδιώκτες. Όλα αυτά βρίσκουν την ιδανική αισθητική τους έκφραση στις κλειστοφοβικές γωνίες λήψης και τις εφιαλτικές φωτοσκιάσεις του στιλ των φιλμ νουάρ που σοφά υιοθέτησε ο MacKendrick.

«Μου αρέσει αυτή η βρώμικη πόλη» λέει κυνικά ο Lancaster, καθισμένος στο τραπέζι ενός εστιατορίου με παγερά ανέκφραστο πρόσωπο και δεσποτική επιβλητικότητα. Όταν εξαπολύει τις λεκτικές του επιθέσεις, ο θεατής νοιώθει την ηλεκτρική ενέργεια στον αέρα. Φέρεται υποτιμητικά στον παντελώς ανήθικο Φάλκο, αλλά στην πραγματικότητα έχει ανάγκη αυτό τον ύπουλο συκοφάντη ως υπενθύμιση και επιβεβαίωση της δικής του ανωτερότητας. Από την άλλη πλευρά, τα σύμβολα της καλοσύνης –η Σούζαν και ο Στιβ- είναι ευαίσθητα, εύθραυστα, απελπισμένα άτομα που αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τις ατέλειωτες συστροφές αυτού του φοβερού λαβυρίνθου χειραγώγησης και σκληρότητας.

Κατά παράδοξο τρόπο, ο φαινομενικά άστοχος ελληνικός τίτλος του φιλμ περιγράφει μεταφορικά το σημαινόμενό του. Οι Lancaster και Curtis δεν σκοτώνουν ανθρώπους, αλλά καταστρέφουν τη ζωή και τα όνειρά τους. Δεν χρησιμοποιούν όπλα, αλλά φαρμακερούς διαλόγους που εκτοξεύονται σαν ριπές πολυβόλου · διαλόγους όπως αυτόν ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές: «Δεν θα ήθελα να σε δαγκώσω. Είσαι ένα μπισκότο γεμάτο αρσενικό». Κάπως έτσι φαντάζει κι αυτή η αριστουργηματική ταινία. Ένα μπισκότο -γεμάτο δηλητήριο- πικρό στο κέντρο του, αλλά τόσο όμορφο και θελκτικό στην επιφάνειά του.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module