Μενού

«Ο Φίλος μου το Ρομπότ»: Ο δημιουργός της ταινίας Πάμπλο Μπέργκερ μιλάει στο ertnews.gr

ontre1

O σκηνοθέτης του «Ο φίλος μου το Ρομπότ», Pablo Berger με τη συνεργάτιδά του Yuko Harami στο Φεστιβάλ των Καννών του 2023 (Photo by Vianney Le Caer/Invision/AP)

H ταινία animation «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» του Πάμπλο Μπέργκερ, που αφηγείται τις περιπέτειες αλλά και τις κακοτυχίες του Σκύλου και του Ρομπότ στη Νέα Υόρκη του ’80, είναι για εμένα η πιο ανθρώπινη ταινία της χρονιάς. Ήδη κάτοχος του βραβείου καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων στα Eυρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου 2023 και του Bραβείου Kαλύτερης Tαινίας στο κορυφαίο Φεστιβάλ Animation του Ανεσί, μόλις ανακοινώθηκε ότι πληροί τις προδιαγραφές για να είναι υποψήφια στα Όσκαρ ακόμα και στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας της χρονιάς.

Με αφορμή την κυκλοφορία της στους ελληνικούς κινηματογράφους αυτήν την εβδομάδα, μιλήσαμε με τον δημιουργό της ταινίας, τον σκηνοθέτη Πάμπλο Μπέργκερ.

Γνωρίζω ότι δεν είναι επαγγελματικό να ξεκινήσω έτσι, αλλά με την ιδιότητα του θαυμαστή των πρώτων ταινιών σας, θα σας πω ότι η ταινία σας «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» με ενθουσίασε όσο λίγες. Είναι άξιο προσοχής ότι η ταινία σας μιλάει εντελώς διαφορετικά στα παιδιά από ότι στους ενήλικες. Για τα παιδιά, είναι μια ταινία για τη φιλία. Για τους ενήλικες μπορεί να είναι μια ιστορία αγάπης που δυσκολεύεται να τελεσφορήσει με happy ending.

-Πρώτα απ’ όλα, ξέρετε, σε εμάς τους σκηνοθέτες, μας αρέσει όταν οι άνθρωποι λένε καλά πράγματα για τη δουλειά μας! Δεν έχει να κάνει με τον εγωισμό. Είναι το παιδί μέσα μας που έχει ανάγκη τα καλά λόγια. Νομίζω ότι όλες οι ταινίες μου είναι παιδιά μου και τώρα το «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» νομίζω πως είναι το αγαπημένο μου παιδί. Πρώτα απ’ όλα, η ταινία βασίζεται σε μια γραφική νουβέλα της Sarah Baron και εκείνη δεν το έγραψε ως ένα παιδικό graphic novel ή βιβλίο. Το ίδιο αποφάσισα να κάνω και εγώ. Με την ομάδα μου φτιάξαμε την ταινία πρώτα για εμάς και στη συνέχεια για το παιδικό κοινό. Το κάναμε σίγουρα από την οπτική γωνία των ενηλίκων. Αλλά την ίδια στιγμή, ξέραμε ότι η ιστορία είναι ένα παραμύθι. Είναι σαν μύθος. Και ξέραμε ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να καταλάβουν την ιστορία και θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν και να την απολαύσουν πολύ. Η ταινία είναι πολύ ωραία λόγω των σκίτσων της και του ρυθμού της. Οπότε κατά κάποιον τρόπο το ξέραμε και νιώθουμε ότι θα επικοινωνήσει σε όλες τις ηλικίες και στο ευρύ κοινό.

Νομίζω ότι είναι η πιο ανοιχτή μου ταινία. Θέλω να κάνω αυτό που μου αρέσει να βλέπω. Ξέρω ότι δεν είναι πολύ κομψό όπως το διατυπώνω. Την αποκαλούμε «ταινία λαζάνια». Νομίζω μπορούμε να την αποκαλέσουμε και «ταινία μουσακά», καθώς είναι γεμάτη στρώσεις. Και νομίζω ότι κάθε θεατής μπορεί να βρει ένα διαφορετικό στρώμα που να του ταιριάζει. Η ταινία μιλάει και στους σινεφίλ, το είδαμε όταν προβλήθηκε στις Κάννες. Και ως σινεφίλ ξεχειλίζει από αναφορές σε ταινίες και της πρόσφατης ιστορίας. Αφηγείται μια ιστορία για τις σχέσεις, όπως την καταλαβαίνουν οι μεγάλοι και όπως πρέπει να την επικοινωνήσουμε στα παιδιά. Οι μεγάλοι όντως θα το δούμε ως σχέση και τα παιδιά θα το διαβάσουν ως φιλία. Αλλά όπως είπατε, νομίζω ότι οι περισσότεροι από τους θεατές το βλέπουν ως μια ιστορία αγάπης από αυτές που όλοι ξέρουμε. Τα συναισθήματα δεν υπάγονται σε κανένα είδος, οπότε η ταινία μιλάει σε όλους. Μου αρέσει να κάνω ταινίες που το κοινό να βυθίζεται στην οθόνη και να κάνει αντικαταστάσεις, οπότε απολαμβάνω πως η ταινία είναι τόσο ανοιχτή προς κάθε είδους κοινό ανεξαρτήτως ηλικίας. Αν οι ήρωες είναι άντρες ή γυναίκες, δεν έχει καμία σημασία. Κάθε θεατής έχει την ελευθερία να βάλει ό,τι φύλο, ό,τι ιδιότητα, ό,τι χαρακτηριστικό θέλει στους χαρακτήρες και την ιστορία.

-Σχεδόν 12 χρόνια μετά από το «Blancanieves», επιστρέφετε σε ένα περιβάλλον όπου η γλώσσα ως φυσική μορφή δεν υπάρχει. Ήταν πιο εύκολο ή πιο δύσκολο για εσάς να δημιουργήσετε αυτό το περιβάλλον όπου όλοι μπορούσαν να νιώσουν την ιστορία χωρίς τα γλωσσικά σύνορα;

-Η εμπειρία της παραγωγής του «Blancanieves» ήταν τόσο βοηθητική από κάθε άποψη. Είχε μόνο ένα μειονέκτημα· ότι πήρε οκτώ χρόνια από τη ζωή μου, σχεδόν εννέα [για να ολοκληρωθεί]. Ήταν σίγουρα πολύ δύσκολο να χρηματοδοτηθεί για να γίνει, αλλά όταν μπήκε στο στάδιο της παραγωγής, όλα ήταν μια χαρά. Όταν η ταινία ολοκληρώθηκε, συνδέθηκε με το κοινό άμεσα. […] Από αυτήν την ταινία εμπλουτίσαμε την κινηματογραφική μας εμπειρία, οπότε περίμενα να βρω ένα έργο που θα μπορούσα τουλάχιστον να πάω προς την ίδια κατεύθυνση. Ήθελα να πω μια ιστορία αποκλειστικά με εικόνες και με μουσική, να κάνω μια αισθητηριακή ταινία έχοντας στο μυαλό μου εμένα ως θεατή. Έτσι βρήκα το «Ο Φίλος μου το Ρομπότ». Αυτό το είδος από μόνο του με κατευθύνει να δουλεύω με αυτά τα στοιχεία. Με αυτό το πρότζεκτ κατάφερα να εμβαθύνω σε κάτι που ξεκίνησα με το «Blancanieves». Και είναι κάτι που το απολαμβάνω πάρα πολύ. Για παράδειγμα, με το «Blancanieves», δουλεύα ένα ολόκληρο χρόνο κάνοντας το storyboard. Αυτό είναι προαπαιτούμενο σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ήμουν προετοιμασμένος να κάνω μια ταινία κινουμένων σχεδίων που να τη μετατρέψω σε αισθητηριακή εμπειρία.

-Βλέπουμε πολλές αναφορές στην ταινία στο όνομα σας και στους συνεργάτες σας, ιδιαίτερα στη σταθερή συνεργάτη σας Yuko Harami. Πως σας ήρθε αυτή η αυτοαναφορικότητα και πώς αντέδρασαν οι συνεργάτες σας όταν είδαν σε άσχετα σημεία να φιγουράρει το όνομά τους;

-Αυτές οι αναφορές είναι τα λεγόμενα easter eggs. Οι περισσότερες από αυτές είναι φτιαγμένες από τους ίδιους τους καλλιτέχνες που δούλεψαν και θέλουν να αποτίσουν έναν μικρό φόρο τιμής, -μια μικρή έκπληξη- στους συνεργάτες μου. Υπήρχε πολλές φορές το όνομά μου στην ταινία, όμως σε ένα σημείο εμφανίζεται με πολύ συνειδητό τρόπο. Η εταιρία που παράγει τα ρομπότ λέγεται Berger Corp, καθώς εγώ ήμουν ο δημιουργός της ταινίας. Ήταν σα να κλείνεις το μάτι στο κοινό καθώς ήταν […] ένα μικρό -ή και μεγαλύτερο- αστείο του καλλιτέχνη που σε κάνει να αρχίσεις να ψάχνεις τα ονόματα όλων των υπολοίπων συνεργατών που εμφανίζονται. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε γραφίστες. Νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες εμφανίζονται με κάποιον τρόπο στην ταινία και πολλές φορές εμφανίζονται και οι ίδιοι με μορφή ή μεταμορφώνονται σε κάποιο ζώο. Για παράδειγμα, υπάρχει μια μεγάλη σκηνή στο Σέντραλ Παρκ, όπου χορεύουν οι πρωταγωνιστές με τα πατίνια στο ρυθμό του τραγουδιού «September» [των Earth, Wind & Fire]. Εκεί υπάρχουν 40 ζώα. Αυτά τα 40 ζώα, είναι όλα μέλη της ομάδας μας. Οι σχεδιαστές χαρακτήρων χρειάζονταν κάποιο είδος έμπνευσης. Τους έρχεται κάποια στιγμή να σχεδιάσει ο ένας τον άλλον σαν χαρακτήρα-ζωάκι. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η διαδικασία του animation είναι πολύ μεγάλη. Εμάς μας πήρε περίπου πέντε χρόνια για να το ολοκληρώσουμε. Εφευρίσκαμε καταστάσεις και κάναμε παιχνίδια για να έχουμε πάντα υψηλή ενέργεια. Ιδιαίτερα με τη Yuko Harami που ανέφερες, δουλεύουμε μαζί από τότε που ζούσα στη Νέα Υόρκη. Ζούμε και οι δύο στη Νέα Υόρκη για 10 χρόνια και εξακολουθούμε να δουλεύουμε με διάφορες ιδιότητες. Σε αυτήν την ταινία ανέλαβε μέρος της μουσικής επένδυσης, της ανίχνευσης τοποθεσίας και μέρος της ομάδας καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Θεωρώ ότι η αναφορά της στην ταινία ήταν κάτι διασκεδαστικό. Επίσης υπάρχουν πολλές αναφορές για τον κινηματογράφο και την ποπ κουλτούρα.

-Ναι. Αναγνώρισα πολλές, όπως το «Yoyo», το «Νεκροταφείο Ζώων», τον «Αλφ», τις μαργαρίτες από τις ταινίες της Disney, την Esther Williams, και το Futurama. [Ας το παραδεχτούμε. Πάντα υπάρχει κάτι από το Futurama όταν υπάρχουν ρομπότ].

-Θα ήθελα να πάρω τα εύσημα για όλα όσα ανέφερες, αλλά προϋπήρχε η γραφική νουβέλα που περιελάμβανε και αυτή κάποιες αναφορές στην pop κουλτούρα. Δεν ξέρω αν το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Η ιστορία είναι πολύ απλή, σχεδόν βασική, το ίδιο ισχύει και για τα γραφικά όπως και τα backgrounds που είναι πολύ απλοϊκά. Οπότε υπάρχει όλη η αναφορά στον κινηματογράφο και στην δημοφιλή κουλτούρα, που τα εντάξαμε στην ίδια την ταινία. Εκτός από σκηνοθέτης, είμαι θεατής, είμαι σινεφίλ. Λατρεύω τον κινηματογράφο. Ξέρεις, για μένα, ο κινηματογράφος ήταν το παράθυρό μου στον κόσμο. Πάντα ήθελα οι ταινίες μου να είναι γεμάτες αναφορές. [Θεωρώ τις αναφορές] σαν τη σαντιγί της ταινίας. Για μένα η τούρτα είναι η ιστορία και οι χαρακτήρες. Αλλά μου αρέσουν οι τούρτες με πολλή σαντιγί, γι’ αυτό μου αρέσει να βάζω κάποια easter eggs, αυτά τα πραγματικά ξαφνιάσματα για τους σινεφίλ, και μερικές από αυτές [τις δηλώσεις] είναι πολύ σημαντικές, έως και βαρυσήμαντες. Για μένα, για παράδειγμα, το «Yoyo» είναι μια μεγάλη δήλωση, ένα «κείμενο ιστορικό» που εμφανίζεται εκεί [με τη μορφή ενός poster], αλλά πολύ λίγοι θεατές είναι εξοικειωμένοι με αυτή την ταινία αν δεν είναι Γάλλοι. Οπότε… Με αυτήν την έννοια, αν το κοινό βρει μια αναφορά και την καταλάβει, ωραία, μου δίνει χαρά. Αλλά αν δεν την καταλάβουν, δεν έγινε και τίποτα. Μου αρκεί να συνδεθούν με τους χαρακτήρες ή να παρακολουθήσουν [με ενδιαφέρον] την ταινία.

-Η ταινία σας φέρει αυτό το γλυκόπικρο, αλλά και τόσο αληθινό, που μας θύμησε το «La La Land». Από προσωπικό βίωμα φίλου που την είδαμε μαζί άκουσα: «Είναι μια υπέροχη ταινία αλλά δεν θέλω ποτέ να την ξαναδώ»· και το καταλαβαίνω, γιατί όλοι λίγο ως πολύ έχουμε βιώσει το αίσθημα «έπρεπε να είχα κάνει κάτι». Εγώ πάλι, θέλω να την ξαναδώ πολλές φορές, γιατί η ταινία μαζί με το φαρμάκι κρύβει και τη θεραπεία.

-Ξέρεις Αλέξανδρε, αυτήν την ταινία την έκανα για εσένα. Όταν διάβασα τη γραφική νουβέλα αποφάσισα να τη γυρίσω για το τέλος της ιστορίας. Στο τέλος δεν σταματούσα το κλάμα. Είπα στον εαυτό μου «αυτό ξεχειλίζει από μαγεία, αυτή η ιστορία είναι κάτι σημαντικό». Για εμένα λοιπόν το τέλειο κοινό είναι αυτό που είναι έτοιμο να «μπει στο τρενάκι» αυτής της «συναισθηματικής περιήγησης». Όμως και ο συν-θεατής έχει δίκιο. Αυτά συμβαίνουν στην αληθινή ζωή. Το τέλος της ταινίας δεν είναι το αναμενόμενο που θα επέλεγε μια ταινία του Χόλυγουντ με το «έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Όμως υποστηρίζω ότι το τέλος μας είναι όμοιο με αυτό των παραμυθιών. Ξέρεις, η πραγματική ζωή είναι τελείως τραγική και αποτελεί το αγαπημένο μου είδος. Στην ταινία μου υπάρχει χιούμορ, υπάρχει δράμα και κατά κάποιον τρόπο είναι μια ερωτική ιστορία, όχι μόνο για τη Νέα Υόρκη (τόπος στον οποίο διαδραματίζεται, κάπου στη δεκαετία του ‘80), αλλά ένας φόρος αγάπης στον Τσάρλυ Τσάπλιν και τις ταινίες του. Αν με ρωτήσεις, «Τα Φώτα της Πόλης», που είναι η αγαπημένη μου ταινία όλων των εποχών, στο τέλος, υπάρχει κάτι που ακόμα μέχρι σήμερα με συγκινεί. Θεωρώ ότι όποιος δεν έχει μπήξει τα κλάματα στο τέλος της ταινίας «Τα Φώτα της Πόλης», πρέπει να είναι νεκρός. [Ο Τσάπλιν όμως] είναι αρχιμάγος. Εγώ τί είμαι; Ένας απλός μαθητευόμενος που ήθελα να κρατήσω στην ταινία μου ένα αρκετά συναισθηματικό τέλος.

Ο Τσέχοφ δεν έγραφε βιβλία, έκανε ταινίες. Αυτός είναι ο θεός της σκηνοθεσίας. Οι υπόλοιποι έχουμε τις νότες στα χέρια μας, τις βάζουμε σε όποια σειρά επιθυμούμε και φτιάχνουμε μελωδίες. Ο Τσέχοφ όμως έγραφε κονσέρτα.

-Κερδίσατε το Ευρωπαϊκό βραβείο της Ακαδημίας για την καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων της χρονιάς και μόλις την Τρίτη που μας πέρασε ανακοινώθηκε ότι η ταινία σας «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» πληροί τις προδιαγραφές για να είναι υποψήφια ακόμα και στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας της χρονιάς. Πως αισθάνεστε για αυτά;

-Λοιπόν, αισθάνομαι υπέροχα. Mπορώ να ανατρέξω στη στιγμή που ήμουν στο Βερολίνο πριν από μερικές εβδομάδες και ανακοίνωσαν ότι είμαι ο νικητής των Καλύτερων Ευρωπαϊκών Κινουμένων Σχεδίων της χρονιάς. Πίστευα ότι παράκουσα. Πραγματικά, άρχισα να ουρλιάζω. Σημαίνει ότι ήμουν πραγματικά απροσδόκητος. Κάθε βραβείο χρησιμοποιείται σαν δώρο και απροσδόκητο οπότε το δέχτηκα με πολύ χαρά γιατί ήταν πολύ καλό για την ίδια την ταινία. Ξέρεις, ο εγωισμός των σκηνοθετών είναι πολύ μεγάλος από τη φύση του. Οπότε για μένα, όταν παίρνω ένα βραβείο σαν αυτό, δεν έχει να κάνει με το εγώ μου. Σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι θα παρακολουθήσουν την ταινία μου. Πραγματικά αυτό που θέλω είναι η δουλειά μου να φτάνει στο ευρύτερο κοινό. Θέλω να είμαι αληθινός με τον εαυτό μου. Θέλω να είμαι οι ταινίες που θέλω να κάνω. […] Θέλω να ακολουθήσω το είδος των ιστοριών, αλλά θέλω να φτάσω σε ένα ευρύ κοινό, οπότε αυτό που έγινε με το βραβείο, θέλω να λειτουργήσει και να φτάσει η ταινία στο ευρύτερο κοινό.

Τώρα, σχετικά με τα Όσκαρ. Μου είναι δύσκολο να έχω καθαρή εικόνα γιατί χθες το variety [σ.σ. από τα σημαντικότερα περιοδικά στον χώρο του κινηματογράφου] δημοσίευσε τις προβλέψεις του και μας έβαλε στην πρώτη πεντάδα του. Έτσι είμαστε πολύ χαρούμενοι. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί. Θα μάθουμε στις 23 Ιανουαρίου. Επειδή είμαι μέλος της Ακαδημίας, ξέρω πως σίγουρα θα πάρω μία ψήφο! Από αύριο θα αρχίσουμε να ψηφίζουμε για την Ακαδημία, οπότε είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι είμαστε στις προβλέψεις και είμαστε στα φαβορί. Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι έχουμε έναν πολύ ισχυρό διανομέα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λέγεται neon. Στο παρελθόν, έκανε διανομή στα «Παράσιτα». Είχαν επίσης το «Titan». Είχαν και «Το Τρίγωνο της Θλίψης». Είναι ένας πολύ γνωστός διανομέας ανεξάρτητων ταινιών που προωθεί τις ταινίες του καταλόγου του. Αν πάρουμε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, τι θα σήμαινε αυτό; Το -ακόμα περισσότερο- ευρύτερο κοινό [θα μας μάθει] άρα και περισσότερος κόσμος θα δει την ταινία και αυτό είναι το όνειρο κάθε σκηνοθέτη.

-Θα επιστρέψω στην ιστορία και θα αγγίξω κάτι που φαίνεται λίγο ανέγγιχτο: τη ρευστότητα των φύλων στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Ο συγχρονισμός νομίζω ότι είναι συμβατός με την εποχή. Πώς αισθάνεστε που το timing της ιστορίας είναι… τώρα;

-Λοιπόν, είναι παράξενο που μιλάτε γι’ αυτό, αλλά είναι αλήθεια ότι στην ταινία «Ο Φίλος μου, το Ρομπότ», υπάρχουν δύο [κυρίαρχα] θέματα που αυτή τη στιγμή είναι άκρως επίκαιρα, όπως το φύλο και επίσης η τεχνητή νοημοσύνη με τα ρομπότ. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν γράφτηκε το βιβλίο ήταν το 2007. Και όταν ξεκίνησε η προπαραγωγή της ταινίας ήταν το 2018. Τότε αυτά τα δύο θέματα δεν ήταν στην επικαιρότητα και κανείς δεν μιλούσε για αυτά. […] θα μου επιτρέψεις να κάνω μια αναφορά στον Ιούλιο Βερν, που σκεφτόταν πράγματα μπροστά από την εποχή του. Όμως και η Σάρα Μπάρον σκέφτεται μπροστά από την εποχή μας, απλά δεν ήξερε πόσο εύστοχη θα ήταν λίγα χρόνια αργότερα από την έκδοση του κόμικ της.

Το φύλο για εμένα δεν είναι καν θέμα. Είναι κάτι σαν τα συναισθήματα, και τα συναισθήματα δεν υπάγονται σε είδος. […] Νομίζω ότι όλοι μπορούν να νιώσουν τέτοιου είδους συναισθήματα. Έτσι, το γεγονός ότι είναι ανθρωπόμορφοι οι χαρακτήρες, το ρομπότ και φυσικά ο σκύλος ή ακόμα και τα άλλα ζώα που εμφανίζονται, επιτρέπει τις περισσότερες αναγνώσεις της ταινίας.

[…] Νιώθω καλά γι’ αυτό. Αισθάνομαι πως πηγαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως είπα, θέλουμε να έρθει όσο μεγαλύτερο κοινό μπορεί να δει την ταινία μας. Ιδιαίτερα στο κομμάτι των ονείρων μπορεί να αναγνωρίσει και -εν συνεχεία- να κάνει μια αντικατάσταση σε αυτό που μπορεί να αντιληφθεί. Διαβάζω πολλές κριτικές που βλέπουν την ταινία μου ως ένα gay bromance [κάτι που δεν είναι]. Το βρίσκω τέλειο. Ποτέ δεν το σχεδιάσαμε για να γίνει έτσι, αλλά είναι υπέροχο όταν το ακούω αυτό. Άλλοι το ερμηνεύουν ως σχέση πατέρα και γιου· [αυτοί οι χαρακτήρες] ξέρεις, μπορεί να είναι ο,τιδήποτε. Τελικά μπορούμε να μεταφράσουμε την ταινία σε ό,τι έχουμε ανάγκη και αυτό είναι σπουδαίο γιατί ο σκηνοθέτης δεν τελειώνει ποτέ ο ίδιος την ταινία τουΗ ταινία ολοκληρώνεται πάντα από το κοινό. Οπότε δεν ξέρω τί να απαντήσω, Αλέξανδρε, αλλά φαντάζομαι ότι όταν βλέπεις το «Ο Φίλος μου, το Ρομπότ», ίσως [πρέπει να] κάνεις τη δική σου αντικατάσταση. Έτσι, όταν φτάνεις στην τελική κορύφωση, μπορεί να σου μιλήσει με διαφορετικό τρόπο.

-Σε κριτικές έχουν γράψει ότι είναι ένα αγκάλιασμα στον θάνατο ή ένα μάθημα υπομονής. Υπήρξε κάποια κριτική που σας ξάφνιασε γιατί δεν είχατε αναγνωρίσει εκείνη την ανάγνωση και τελικά σας έμαθε κάτι για τον εαυτό σας;

-Υπάρχουν τόσες πολλές, τόσες πολλές που δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Το βρίσκω φανταστικό. Αυτό για εμένα είναι πρωτόγνωρο. Ξέρεις, ανεβάζουν κριτικές στο letterboxd. Η 20χρονη κόρη μου το ανακάλυψε. Εγώ είμαι της γενιάς που ήξερα μόνο το IMDB ή τις εγκυκλοπαίδειες. Κάθε μέρα όμως υπάρχει μια νέα κριτική στο letterboxd. Έχω διαβάσει 10 ή 15 και μοιάζουν με μεγάλη ειλικρίνεια. Είναι σα να συνομιλώ με θεατές από όλον τον κόσμο. Ανακαλύπτω τόσες αντιδράσεις και από όλους αυτούς κάτι μαθαίνω. […] Επαναλαμβάνομαι αλλά αυτό που με έμαθαν εκείνες οι κριτικές είναι ότι ο σκηνοθέτης ουδέποτε τελειώνει εκείνος την ταινία του. Σε περίπτωση πάντως που κάνεις τη συνέντευξη μας κείμενο, σε παρακαλώ προέτρεψε το κοινό σου να μπαίνει στο letterboxd και να διαβάζει κριτικές [όχι μόνο για το «Ο Φίλος μου, το Ρομπότ»]. Εγώ μέσα από αυτά τα σχόλια ανακάλυψα την ταινία μου. Θα ανατινάξουν το μυαλό σου καθώς υπάρχουν εκατοντάδες!

-Στο letterboxd επίσης έχουν μια συνήθεια στα κόκκινα χαλιά να ρωτάνε ποιες είναι οι αγαπημένες σου ταινίες, αυτές που σε έπλασαν. Να το αλλάξω λίγο και να ρωτήσω ποιες «ένοχες απολαύσεις» (δηλαδή καλλιτεχνικά όχι με κοινή αποδοχή αλλά που παράγουν το αίσθημα της απόλαυσης) θα διάλεγες να παρουσιάσεις;

-Με ρώτησαν από το letterboxd για τις ταινίες που αγαπώ, αλλά νομίζω δεν το έχουν ανεβάσει ακόμα. Λοιπόν, η πρώτη είναι το «Zoolander» του Μπεν Στίλερ, τον οποίο θεωρώ υπέροχο σκηνοθέτη και σέβομαι πολύ τις δουλειές του. Κάνει μοναδικά πράγματα. Και ενώ είναι γνωστός ως ηθοποιός, τον θεωρώ ακόμα καλύτερο όταν είναι πίσω από την κάμερα. Τώρα, όταν ήμουν νέος αγαπούσα τις ταινίες τρόμου, αυτές που ήταν σκέτα σιχάματα, με αίματα και πολύ γραφική βία. Αν σκεφτόμουν μια από αυτές θα ήταν το Reanimator, στο οποίο και υπερ-διασκέδασα. Σίγουρα θα έβαζα μια ταινία του Nicolas Roeg αλλά δεν μπορώ να αφήσω εκτός τον Ken Russell που έχει πολλές ένοχες απολαύσεις. Ιδιαίτερα το Tommy [το αγαπάω πολύ].

-Φτάσαμε τις τέσσερις; Όχι…

-Πρέπει να βάλω και μια ισπανική. Υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία ταινιών τη δεκαετία του ’70 που πήρε το όνομά της από τον πρωταγωνιστή τον Alfredo Landa. Είχαν τεράστια επιτυχία γιατί είχαν λίγο σεξ, λίγη γύμνια και στις εποχές του Φράνκο, αυτό έδινε ζωή και… βοηθούσε πολύ. Μια από αυτές με ενέπνευσε για να γυρίσω το «Torremolinos ‘73». Ήταν το «Lo verde empieza en los Pirineos». Είναι η ιστορία μιας παρέας φίλων που για να δουν το -απαγορευμένο στη Φρανκική Ισπανία- «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» θα κάνουν ένα road trip στα Πυρηναία. Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα μιας ομάδας Ισπανών. Τότε το έκαναν αρκετοί Ισπανοί για να μπορέσουν να δουν σεξουαλικό περιεχόμενο σε ταινίες που κόβονταν από τη λογοκρισία. Είναι η απόλυτη «ένοχη απόλαυση» για εμένα. Αυτό το είδος ταινιών πήρε το όνομα από τον ηθοποιό, φαντάσου. Έλεγαν «Πάμε να δούμε ένα «Λάντεσμαν» να διασκεδάσουμε».

-Ήταν ο αντίποδας των «Εσπανιολάδων» [ταινίες με έντονα θέματα, συνήθως μελοδράματα, ποτισμένα σε φλαμένκο χορούς και μουσική].

-Μπορείς να τις πεις και έτσι. Φαντάσου… Ο Alfredo Landa δημιούργησε ένα είδος που αποτελεί μέρος της ισπανικής ιστορίας του κινηματογράφου.

-Είστε ο δεύτερος που το αναφέρει σε ελάχιστο διάστημα. Ο Γιώργος Λάνθιμος το είπε ως σημείο αναφοράς για τη νέα του ταινία, το «Poor Things».

-Λατρεύω τις δουλειές του Γιώργου. Είμαι μεγάλος φαν. […] Αν και μπορώ να δω τη νέα του ταινία ως μέλος της Ακαδημίας σε ψηφιακό σκρίνερ, περιμένω να ανοίξει στην χώρα μου για να το δω στη μεγάλη οθόνη. Ναι, θέλω πραγματικά να το δω στο σινεμά γιατί είμαι μεγάλος θαυμαστής. Βάζει τόσο πολύ χιούμορ σε ό,τι κάνει. Ξέρεις ότι είναι φίλος μου ο Gaspar Noel, που επίσης λατρεύει αυτήν την ταινία. Νομίζω πολλοί αγαπάνε το «Re-Animator» και ας ντρέπονται να το πουν.

-Η ταινία στην Ελλάδα βγαίνει με τίτλο «Ο Φίλος μου, το Ρομπότ». Θεωρείς ότι χάνει την ονειρική διάσταση που έχει ο πρωτότυπος τίτλος (σ.σ. ο τίτλος μπορεί να αποδοθεί ως «Τα Όνειρα του Ρομπότ»);

-Μάλλον ακολούθησαν το Γαλλικό παράδειγμα που βγήκε με έναν παραπλήσιο τίτλο. Δεν σου κρύβω ότι προτιμώ τον πρωτότυπο τίτλο, καθώς η ταινία κυριεύεται από το ονειρικό στοιχείο. Ο ξένος όμως τίτλος, τη μεταμορφώνει σε πιο ενήλικη. Δεν μπορώ να έχω παράπονα για τις αποδόσεις του τίτλου, καθώς εμένα με ενδιέφερε να έχω την απόλυτη ελευθερία να κάνω την ταινία που ήθελα. Αυτό επεδίωξα και στις 4 ταινίες μου («Torremolinos ‘73», «Blancanieves», «Αμπρα-Κατάμπρα» και «Ο Φίλος μου, το Ρομπότ»). Ως σκηνοθέτες δεν έχουμε λόγο ούτε στα πόστερ, ούτε στους τίτλους. Το σέβομαι γιατί εκείνοι ξέρουν καλύτερα την τοπική αγορά. Εγώ θέλω να ευχαριστήσω τον Έλληνα διανομέα που αγόρασε και διανέμει την ταινία μου στην Ελλάδα. Ανήκω στους «καλλιτεχνικούς σκηνοθέτες» ή τους «όχι ευρείας κατανάλωσης» και έχω μάθει να αγαπάω τους ανεξάρτητους διανομείς. Τους εύχομαι να πάει καλά η ταινία και να έχει μεγάλη επιτυχία!

Όσο για το πως θα παρουσίαζα την ταινία μου… Πρώτα από όλα, θέλω να καταθέσω ότι θεωρώ τον κινηματογράφο ένα όνειρο που μου επιτρέπει να ζω μέσα σε όνειρο και ανάμεσα από ζωές άλλων. Θα ήθελα ιδανικά όταν δουν την ταινία μου να ξεχάσουν όλες τις έγνοιες τους και τα προβλήματά τους και να μεταμορφωθούν στους ήρωες μας, τον σκύλο και το ρομπότ, και να ταξιδέψουν στη Νέα Υόρκη του ’80 για να ζήσουν μια συναισθηματικά φορτισμένη και γεμάτη ευαισθησία εμπειρία. Έτσι αντιλαμβάνομαι τον κινηματογράφο.

-Αν, όπως το ρομπότ, κερδίζατε μια δεύτερη ζωή με ένα κασετόφωνο στο μέρος της καρδιάς, ποια τραγούδια θα έπαιζαν στην επανάληψη και στο player και το recorder;

-Το τραγούδι της ζωής μου είναι από το 1973, από το γκρουπ Mocedades που πήγε στη Eurovision, το Eres Tu. Είναι οικογένεια μου και ως παιδί ονειρευόμουν να πάω στη Eurovision, δεν με αφορούσε το Φεστιβάλ των Καννών. Αυτό λοιπόν είναι το τραγούδι της ζωής μου. Στο άλλο κασετόφωνο θα είχα κάτι από τον Sakamoto, ίσως το soundtrack από το «Τσάι στη Σαχάρα». Είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Φυσικά και θα είχα κάπου στην κασέτα και το «September» [σ.σ. των earth wind and fire, που παίζει αρκετές φορές μέσα στην ταινία του]. Και επειδή αγαπώ τον Prince, που πάντα μου δίνει ενέργεια, θα έβαζα μάλλον και το «Purple Rain».

-Θα το ανεβάσουν σύντομα σε musical νομίζω στο Broadway.

-Δεν θα το χάσω με τίποτα. Έχεις ευρείες γνώσεις, ουάου!

-Τελευταία ερώτηση: έχετε κάποιο επαναλαμβανόμενο όνειρο που θεωρείτε ότι θα μας βοηθήσει να μάθουμε κάτι για το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο της ύπαρξής σας;

-Ναι, κάτι υπάρχει. Έβλεπα ένα όνειρο πολλές φορές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήμουν στην πόρτα του σπιτιού μου και όταν έμπαινα μέσα δεν ήταν εκεί οι γονείς μου. Στην πορεία, το σπίτι μου δεν ήταν το σπίτι μου. Το έβλεπα συχνά όταν ήμουν παιδί. Μετά έβλεπα ότι το σπίτι μου δεν ήταν εκεί και έψαχνα και ρωτούσα τους γείτονες και καταλάβαινα ότι τελικά μάλλον οι γονείς μου είχαν εξαφανιστεί. Έπρεπε τότε και εγώ να εγκαταλείψω το σπίτι. Ήταν από αυτά τα παράξενα όνειρα που ακόμα και σήμερα δεν τα καταλαβαίνω, αλλά ποτέ μου δεν ξεχνάω ότι επαναλαμβάνονταν.

Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο
και δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα ertnews.gr

Smart Search Module