Μενού

ΚΑΤΑΓΩΓΗ - Νίκος Παλάτος

2171 4

Αμερικανίδα δημοσιογράφος επιχειρεί να τεκμηριώσει τη θεωρία της, πως ο ρατσισμός έναντι των μαύρων στην Αμερική, το ναζιστικό Ολοκαύτωμα με θύματα τους Εβραίους, καθώς και το ταξικό σύστημα της Ινδίας έχουν μία κοινή συνισταμένη: τις κάστες.

Έπειτα από το τραγικό sci-fi εγχείρημα με τίτλο «A Wrinkle in Time» (2018) για λογαριασμό της Disney, η Έιβα ΝτουΒερνέι επανέρχεται στην προβληματική με την οποία καθιερώθηκε, τόσο στις μεγάλου μήκους (με το «Selma» του 2014), όσο και στα φιλμ τεκμηρίωσης (με το «13th» του 2016). Η «Καταγωγή» αποτελεί προσαρμογή του non-fiction bestseller της Ίζαμπελ Γουίλκερσον «Caste: The Origins of Our Discontents», το οποίο καταπιάνονταν με θέματα της φυλής. Το αποτέλεσμα που προκύπτει μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υβρίδιο» βιογραφικού δράματος, ερευνητικής δημοσιογραφίας και… επιστημονικής διάλεξης, ως βασικός χαρακτήρας του οποίου στέκει η συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου κατά την (αρκετά μεγάλη) χρονική περίοδο που ασχολήθηκε με τη συγγραφή του. Με αυτά τα δεδομένα, ο χαρακτηρισμός του έργου ως υπερφιλόδοξο μοιάζει μέχρι και μετριοπαθής, καθώς η «Καταγωγή» ολισθαίνει προς τον αφόρητο διδακτισμό διαμέσου μιας πομπώδους «μυσταγωγίας». Από τα δύο αυτά, πιο ενοχλητική αποδεικνύεται η δεύτερη, μιας και φέρνει επικίνδυνα σε σύγχρονο… Τέρενς Μάλικ με off ανάγνωση αποσπασμάτων του βιβλίου, ενώ ένα επίμονο μουσικό χαλί παίζει από κάτω!

Ο βασικός ισχυρισμός της Γουίλκερσον (και κατ’ επέκταση της ταινίας της ΝτουΒερνέι) είναι ότι ο διαχρονικός φυλετικός ρατσισμός της Αμερικής δεν είναι παρά μία πτυχή του συστήματος των καστών, που με τη σειρά τους βασίστηκαν στην αλάθητη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε». Αυτή η ιδέα έρχεται στην Ίζαμπελ καθώς ασχολείται με τον άνευ λόγου θανάσιμο πυροβολισμό του 17χρονου Αφροαμερικανού Τρέιβον Μάρτιν από έναν Λατίνο άνδρα, τον Φεβρουάριο του 2012 στη Φλόριντα, απορρίπτοντας εξαρχής τον αποκαλούμενο «ρατσισμό» ως τη βασική αιτία που όπλισε το χέρι του δράστη. Με αφετηρία αυτό το περιστατικό (ένα από τα πολλά ανάλογα που, δυστυχώς, έχουν συμβεί στην Αμερική με θύματα κατά κανόνα μαύρους), η ερευνήτρια (πια) Γουίλκερσον εξορμά σε Γερμανία και Ινδία αναζητώντας τα ντοκουμέντα εκείνα που θα επιβεβαιώσουν τη θεωρία της.

Επειδή, όμως, η «Καταγωγή» είναι βασικά ταινία μυθοπλασίας και όχι ντοκιμαντέρ, η ΝτουΒερνέι επιβαρύνεται με το καθήκον να απεικονίσει την Ίζαμπελ ως άτομο που διαθέτει και καθημερινή ζωή, στρεφόμενη κατά κύριο λόγο στις τρεις απώλειες που βίωσε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, όταν σύζυγος, μητέρα και αγαπημένη της εξαδέλφη έφυγαν από τη ζωή σταδιακά. Παράλληλα με όλα αυτά, η Αμερικανίδα auteur εμπλουτίζει το έργο της με βινιέτες αναπαράστασης γεγονότων που σημάδεψαν είτε τη ναζιστική Γερμανία (κάψιμο βιβλίων, η περίφημη φωτογραφία του Άουγκουστ Λαντμέσερ κτλ.), είτε την κάστα των Ντάλιτ στην Ινδία (με επίκεντρο τον αρχιτέκτονα του Συντάγματος της χώρας, Μ.Ρ. Αμπεντκάρ), είτε τις φυλετικές διακρίσεις στον βαθύ Νότο της ίδια της Αμερικής.

Όπως γίνεται (εύκολα) κατανοητό από όλα τα παραπάνω, η ταινία μαζεύει πάρα πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη (η υπερφιλοδοξία που λέγαμε…), με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει να κρατήσει σχεδόν κανένα. Η προσπάθεια να χωρέσουν τα πάντα σε μία ταινία έχει αρνητικότατη επίπτωση στα ενδιαφέροντα που αναφέρονται σε διάσπαρτα σημεία της διάρκειας (η σκηνή του δείπνου στη Γερμανία, με το σχόλιο της Κόνι Νίλσεν περί της διαφοράς μεταξύ σκλαβιάς και εξολόθρευσης, στέκει ως λίαν χαρακτηριστικό παράδειγμα), τα οποία μένουν να χάσκουν εντελώς μετέωρα, διότι πρέπει να πάμε στην επόμενη συνέντευξη ή στον επόμενο… θάνατο. Κάπως έτσι, σημαντικές απορίες που προκύπτουν και έχουν να κάνουν με τους λόγους για τους οποίους τα φυλετικά θέματα της Αμερικής λογίζονται ως de facto παρόμοια μ’ εκείνα όλων των κρατών του κόσμου, ουδέποτε απασχολούν την ΝτουΒερνέι. Από μία σκοπιά, βέβαια, τούτο δικαίως συμβαίνει. Διότι σε περίπτωση που η Αμερικανίδα σκηνοθέτις ακουμπούσε και αυτή την προοπτική, ίσως και να κατέληγε ν’ αποκηρύξει μέχρι και το βιβλίο της Γουίλκερσον!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Βαρύγδουπο, φλύαρο, ασύνδετο, με κάποιες σκόρπιες πληροφορίες που λειτουργούν σαν τροφή για σκέψη, αλλά στην τελική αποτυχημένο. Αν συνυπολογιστούν το υβριδικό του πράγματος και η σταθερή αδιαφορία του ελληνικού κοινού για οτιδήποτε… μαύρο σε δερματική απόχρωση, τότε δεν μπορώ να διακρίνω τη μερίδα των ντόπιων κινηματογραφόφιλων στους οποίους απευθύνεται η «Καταγωγή». Καπάκι έρχεται η βαρβάτη διάρκεια των εκατόν σαράντα λεπτών (!), καθώς και ο αναιτιολόγητος αμερικανοκεντρισμός και… δένει το γλυκό.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module