Μενού

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ - Νίκος Παλάτος

2171 4

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

Μόνο η λέξη Οδύσσεια μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια όσα γίνονται στο «Εγώ, Καπετάνιος». Τον Ματέο Γκαρόνε δεν τον ενδιαφέρει να αναλύσει τις βαθύτερες αιτίες της προσφυγικής κρίσης, που ως πραγματικότητα δεν έχει πάψει να απασχολεί εδώ και χρόνια την Ευρώπη, ούτε επιχειρεί να κρίνει πολιτικές και κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Το μοναδικό πράγμα που τον απασχολεί είναι να περιγράψει με πιστότητα το ατελείωτο ταξίδι των άτυχων προσφύγων (εν προκειμένω από τη Δυτική Αφρική) προς την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «Γη της Επαγγελίας». Εξού και το σενάριό του έχει βασιστεί σε αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων που το επιχείρησαν, δίνοντας στο φιλμ μια κάποια μορφή ντοκουμέντου. Παράλληλα, όμως, του προσδίδουν και μια διάσταση «παραμυθένιου έπους», που ως συνθήκη διόλου συμβαδίζει με το επιχειρούμενο κυνήγι της πραγματικότητας. Δεν αμφισβητώ πως αυτά που τυχαίνουν στα δεκαεξάχρονα ξαδέλφια Σεϊντού και Μούσα, στην πορεία από τη Σενεγάλη προς την Ιταλία, έχουν συμβεί στ’ αλήθεια σε κάποιους, όμως, όλα μαζί στους ίδιους δύο ανθρώπους είναι από τις περιπτώσεις που λέμε πως γίνονται… μόνο στο σινεμά. Κάπως έτσι, η αλήθεια πηγαίνει περίπατο σταδιακά, δίνοντας τη θέση της στη μυθοπλασία. Ως τέτοια δεν πέφτει σε μοιραία λάθη, αν και εμφανίζει σαφή σημάδια σχηματικότητας, παράλληλα με ουκ ολίγες βολικές «συμπτώσεις».

Από το ξεκίνημα κιόλας του ταξιδιού, ο Γκαρόνε φροντίζει να καταστήσει σαφές πως αυτό μόνο εύκολο δεν πρόκειται να είναι, ρίχνοντας στο διάβα των δύο εφήβων αγοριών μικρές (στην αρχή) δυσκολίες, ικανές πάντως να φυτέψουν μέσα τους τον σπόρο της ανησυχίας. Ο σπόρος θα μετατραπεί σε ολόκληρο δάσος από αδιανόητες κακουχίες και ολοένα πιο ανυπέρβλητα εμπόδια, τα οποία κάνουν την όλη «επιχείρηση Ευρώπη» να μοιάζει με σειρά από πίστες όπου ο Σεϊντού και ο Μούσα οφείλουν με τρόπο θαυματουργό να περάσουν, μέχρι να φτάσουν στην τελική νίκη. Από τον άνδρα που εκβιάζει τα νεαρά ξαδέλφια για να φτιάξει τα διαβατήριά τους και τον στρατιωτικό που εντοπίζει την απάτη και απαιτεί να του δώσουν χρήματα, μέχρι τον άπληστο διακινητή που εμπιστεύεται (;) τις τύχες εκατοντάδων ανθρώπων στα χέρια αμούστακων αγοριών, ο Γκαρόνε ποντάρει σε μια διάχυτη αγορά πόνου που, ειδικότερα στην περίπτωση του επεισοδίου στις «φυλακές» της Λιβύης, αγγίζει το εξωφρενικό.

Ασφαλώς, πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την απόγνωση των άλλων, προκειμένου να κονομήσουν οι ίδιοι. Αυτές οι πρακτικές ξεκινούν εν προκειμένω από τα βάθη της υπανάπτυκτης Σαχάρας, αλλά βρίσκουν (χρόνια τώρα) ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος και στην πολιτισμένη Ευρώπη. Όπως προανέφερα, όμως, η ουτοπία των ειδυλλιακών υποσχέσεων δεν αφορά το «Εγώ, Καπετάνιος», με το έργο να πλέει με ασφάλεια στα νερά ενός «μύθου», επιθυμώντας να δοξάσει τον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης και όχι να καταπιαστεί με οποιαδήποτε άλλη παράμετρο. Σε αυτό τα καταφέρνει ικανοποιητικότατα, αφού και αβίαστες ερμηνείες διαθέτει και εξαιρετική ποιότητα παραγωγής καταθέτει, με τα γυρίσματα (ειδικά στην έρημο της Σαχάρας) να είναι εντυπωσιακά όσο και σπάνια. Η πεντακάθαρη, ολοφώτεινη φωτογραφία του, δε, κάνει το φιλμ να ξεφεύγει από την επιτηδευμένη μιζέρια των σύγχρονων auteur που πωλούν αποκλειστικά θλίψη, λειτουργώντας υπό αυτή την παράμετρο μέχρι και ειρωνικά σε σχέση με το περιεχόμενό του (το αυτό πετυχαίνουν και οι ποδοσφαιρικές εμφανίσεις μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων, τις μπλούζες των οποίων συνηθίζουν να φορούν οι άτυχοι πρόσφυγες).

Από την άλλη, με ευχολόγια, αόρατες υποσχέσεις και κατάθεση ψυχής, ουδείς νομίζω θριάμβευσε στον πραγματικό κόσμο. Αντιθέτως, τούτο έχει συμβεί πολλές φορές στο σινεμά, αφού οι επικού τύπου ιστορίες «μόνος εναντίον όλων» διαθέτουν εκ των προτέρων μια γοητεία που εξιτάρει, πόσω μάλλον αν έχει συνδυαστεί με παιδική αθωότητα (που τσακίζει). Καταλήγει έτσι να είναι… ψυχαγωγικό το «Εγώ, Καπετάνιος» και όχι ένα έργο γροθιά για την προσφυγική κρίση. Και η «Οδύσσεια» του Ομήρου, βέβαια, τέτοιο (περίπου) σκοπό είχε, με τη διαφορά πως εκείνη περιλάμβανε Σειρήνες, Κύκλωπες και άλλα πλάσματα της φαντασίας. Τούτο εδώ διαθέτει κάτι σκατόψυχους δουλέμπορους που για λίγες εκατοντάδες δολάρια βασανίζουν μερικούς φουκαράδες καταμεσής της ερήμου, αφήνοντας τη βεβαιότητα πως ως… businessmen έτσι ακριβώς λειτουργούν. Η ανθρώπινη επιμονή όλα μπορεί να τα υπερκεράσει, εν τούτοις, πίσω από αυτό το συμπέρασμα όλο και μια κάποια ευτέλεια κρύβεται.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κάπου ανάμεσα στον μύθο και τη σκληρή πραγματικότητα, με τον πρώτο (ευτυχώς!) να μην έχει παρά ελάχιστα ψήγματα από τις παραμυθένιες… φλόμπες του Ματέο Γκαρόνε (όπως ο πρόσφατος «Πινόκιο», ας πούμε) και τη δεύτερη να απέχει ως πνεύμα και κινηματογράφηση από το ύφος των διάφορων «εργολάβων» του μίζερου ρεαλισμού του μάταιου τούτου κόσμου. Σύγχρονο θέμα που καίει, το οποίο συνειδητά επιλέγει να μην παίξει με τη φωτιά, αλλά να σερβιριστεί σαν «περιπέτεια» δρόμου (!) για σκεπτόμενο κοινό. Απευθύνεται στους φίλους του ευρωπαϊκού σινεμά, όλων των ηλικιών και όλων των γούστων.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module