Μενού

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ - Κουταλάς Ανδρέας

2141 10

Ο 16χρονος Σεϊντού και ο ξάδερφος του, ο Μούσα, ζουν φτωχικά σε ένα χωριό στη Σενεγάλη. Ονειρεύονται να ζήσουν στην Ευρώπη, εκεί που, όπως νομίζουν, όλα είναι δυνατά, ακόμα και μια μουσική καριέρα για το Σεϊντού. Η ζωή τους δεν βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, και την φτώχεια τους αντισταθμίζει μια ενωμένη οικογένεια. Όμως η άγνοια κινδύνου και το εφηβικό τους όνειρο για μια λαμπερή ζωή σε μια εξιδανικευμένη Ευρώπη, είναι πιο δυνατά.

Το ταξίδι τους αρχίζει με ελπίδα αλλά συνεχίζεται ως μια αδιανόητη Οδύσσεια γεμάτη Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, κατά την οποία χάνουν την ανθρώπινή υπόστασή τους. Στην πορεία θα την κερδίσουν και πάλι… Θα φτάσουν στον προορισμό τους;

Ενώ παρακολουθούμε το επίπονο ταξίδι των δυο νέων από το Ντακάρ στο Αγκαντέζ και από εκεί στην Τρίπολη, αυτό που τελικά είναι πιο τρομακτικό δεν είναι η σωματική ταλαιπωρία της ερήμου, αλλά οι διάφοροι ληστές που θα συναντήσουν στο ταξίδι τους. Φεύγουν από το σπίτι τους μ’ ότι έχουν στον κόσμο, γεγονός που το γνωρίζουν καλά αυτοί που παραμονεύουν στο διάβα τους. Οι μετανάστες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε κάθε τους βήμα από τους ληστές κι αν δεν έχουν μετρητά, τους εκβιάζουν να αποκαλύψουν κάποιο αριθμό τηλεφώνου ενός μέλους της οικογένειας που μπορεί να τους προσφέρει ανταλλάγματα, διαφορετικά η τύχη τους είναι αβέβαιη.

Ο Γκαρόνε επιχειρεί να μετριάσει το ιδιαίτερα σκληρό θέμα της ταινίας του προσθέτοντας κάποιες ρεαλιστικές πινελιές, όπως όταν μια γυναίκα υποκύπτει από την ζέστη της ερήμου και πετάει μακριά ή όταν ο χτυπημένος και βασανισμένος Σεϊντού ονειρεύεται ότι μεταφέρεται στο σπίτι του για να δει τη μητέρα του από ένα πλάσμα που μοιάζει με πουλί.

Αυτή η οπτική αναπαράσταση δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο θα έπρεπε, αλλά σχεδόν δεν έχει σημασία καθώς ο κινηματογραφιστής Πάολο Καρνέρα δημιουργεί μια σειρά εντυπωσιακών εικόνων που σίγουρα μένουν πολύ μετά το τέλος της ταινίας. Είναι αρκετά ανησυχητική η ωμή απεικόνιση των γεγονότων που αντιμετωπίζουν οι ήρωες στη διάρκεια του ταξιδιού.

Ο Μούσα είναι ο μεγάλος ονειροπόλος από τους δυο, πείθοντας τον Σεϊντού ότι αυτό που σχεδιάζουν να κάνουν είναι το σωστό. Τελικά όμως μέσ’ απ’ όλα αυτά που θα περάσουν ο Σεϊντού θα αποκαλυφθεί ως ο ποιο θαρραλέος και ηρωικός, ιδιαίτερα όταν στο τέλος του ανατεθεί να μεταφέρει και άλλους μετανάστες από την Τρίπολη στη Μάλτα μ’ ένα πλοίο, χωρίς να ξέρει πως να το οδηγήσει. Μια από τις πιο δυνατές σκηνές της ταινίας, είναι η στιγμή που παρακαλεί έναν αξιωματικό της ακτοφυλακής για βοήθεια, δείχνει τη μεταμόρφωση του από ένα συνεσταλμένο και φοβισμένο αγόρι σ’ ένα καπετάνιο που δεν θα σταματήσει με τίποτα πριν φτάσουν όλοι με ασφάλεια στην Ιταλία.

Ο Γκαρόνε και οι συν-σεναριογράφοι του παίρνουν πολύ λίγους κινδύνους αφήγησης στην απεικόνιση του ταξιδιού των δύο νέων κι αυτό αντί να επιλέξουν μια ενεργή ψυχολογικά αναπαράσταση της προσπάθειας αναζήτησης του Σεϊντού να βρει τον Μούσα, που καταλαμβάνει αρκετό κομμάτι της ταινίας, χρησιμοποιούν εν τέλει κάποια κλισέ. Ακόμα και το φινάλε αφήνει στο θεατή να ερμηνεύσει τι πραγματικά θα συμβεί. Αργυρός Λέοντας σκηνοθεσίας και βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι καλύτερου ανερχόμενου ηθοποιού για τον ηθοποιό Σεϊντού Σαρ στο Φεστιβάλ Βενετίας.

 

Ανδρέας Κουταλάς
Το  κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα popitandmovieon.gr

Smart Search Module