Μενού

ΠΑΓΟΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

 

1839 2

Σε μια συνοριακή (με τη Βόρειο Κορέα) πόλη της Κίνας, τρία εικοσάχρονα άτομα προσπαθούν να βάλουν τάξη στα συναισθηματικά τους προβλήματα στην όμορφη, δοσμένη με ευαισθησία και βουτηγμένη σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, ταινία «Ο πάγος που καίει», του Κινέζου (από τη Σιγκαπούρη) σκηνοθέτη Άντονι Τσεν.

Στο επίκεντρο της ταινίας οι σχέσεις που φέρνουν κοντά τα πρόσωπα και δημιουργούν δεσμό, ίσως και τρόπο αυτογνωσίας και απελευθέρωσης, θέματα που συναντάμε και  στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη («Η εποχή της βροχής», «Ilo, Ilo»), θυμίζοντας με τον τρόπο της αφήγησης, του χιούμορ, των ξαφνικών ξεσπασμάτων, της διασκέδασης, με τη μουσική, το ποτό και τους χορούς, δείχνουν την επίδραση της γαλλικής νουβέλ βαγκ στο έργο του Τσεν.

Τα τρία νεαρά πρόσωπα στην ταινία αυτή του Τσεν ψάχνουν τρόπο να βγουν από τα προσωπικά τους προβλήματα: ο Λι Χάοφενγκ, επισκέπτης από άλλη πόλη, είναι ένα ντροπαλό, αναποφάσιστο, με αυτοκτονικές τάσεις και ψυχολογικά προβλήματα πρόσωπο (κάθε φορά αποφεύγει να απαντήσει στο τηλεφώνημα για αλλαγή του ραντεβού για ψυχολογική θεραπεία, υποκρίνεται πως έκαναν λάθος στο τηλέφωνο, κι είναι ίσως ο λόγος που αργότερα «χάνει» το τηλέφωνο του), πρόσωπο που φτάνει στην απομακρυσμένη αυτή, συνοριακή με τη Βόρεια Κορέα πόλη, η Νανά, που λόγω ατυχήματος δεν μπορεί να επιστρέψει στο αγαπημένο της Ολυμπιακό χορευτικό πατινάζ,  είναι τώρα τουριστικός οδηγός κι είναι στο τουριστικό λεωφορείο που θα γνωρίσει τον κλεισμένο στον εαυτό του Λι, και θα τον καλέσει να πιουν ένα ποτό στο εστιατόριο που φέρνει τους τουρίστες και που ανήκει στη θεία του τρίτου νεαρού, του Χαν Ξιάο, τρελά ερωτευμένου με τη Νανά, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το Σετσουάν όπου ζούσε για να γλιτώσει από μια καταπιεστική οικογένεια για να εργαστεί μάγειρας στο εστιατόριο της θείας. 

Οι τρεις τους, απογοητευμένοι από δουλειές που δεν τους ικανοποιούν, αποφασίζουν να ξεκινήσουν μαζί ένα ταξίδι διασκέδασης, ταξίδι σταυτόχρονα φιλίας που μετατρέπεται σε έρωτα, που δείχνει να μοιράζονται πρόθυμα, και τρόπος φυγής από μια καταπιεστική, χωρίς διέξοδο, πραγματικότητα.

Οι τρεις τους τρέχουν, διασκεδάζουν, χορεύουν, κάνουν έρωτα (τουλάχιστο ο Λι και η Νανά), προσπαθούν να κλέψουν βιβλία από ένα βιβλιοπωλείο, όπως το τρίο στο «Ζιλ και Τζιμ» του Τριφό, φωτογραφίζοντας άγρια ζώα σε κλουβιά (αναφορά στο δικό τους εγκλωβισμό – η ιστορία αξίζει να αναφέρω εκτυλίσσεται στην περίοδο της πανδημίας), φτάνοντας συχνά σε τολμηρές, απρόσμενες πράξεις (όπως στη συνάντηση στο παγωμένο βουνό με μια τεράστια αρκούδα), προσπαθώντας να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους και ν’ ανοίξουν ένα καινούριο δρόμο, ακόμη κι όταν οι αυτοκτονικές τάσεις, όπως στην περίπτωση του Χάοφενγκ, μοιάζουν να επικρατούν («για να πεθάνεις χρειάζεται έχει θάρρος», θα του πει η Νανά), με την τοπική τηλεόραση να παρουσιάζει κάθε τόσο το κυνηγητό ενός κατά συρροή Βορειοκορέστη κλέφτη των σούπερ-μάρκετ (κυνηγητό που ο Τσεν παρουσιάζει περιστασιακά και που προσωπικά θα προτιμούσα  να είχε αναπτύξει).

Ο Τσεν στήνει τις σκηνές του με ξεχωριστή μαεστρία, συνδυάζοντας το ρεαλιστικό με το φανταστικό (όπως στην ονειρική σκηνή με τους τρεις τους να ψάχνει ο ένας τον άλλο σ’ ένα λαβύρινθο φτιαγμένο από πάγο), χρησιμοποιώντας τους χώρους και τα όμορφα τοπία της περιοχής, ιδιαίτερα εκείνα στο τρίτο μέρος της ταινίας, όταν αποφασίζουν να ταξιδέψουν ως την Ουράνια Λίμνη, διασχίζοντας και σκαρφαλώνοντας στο χιονισμένο βουνό (με την εξαιρετική φωτογραφία της Τζιν-Πινγκ Γιού), τελικά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σπάσουν τον πάγο («The Breaking Ice», όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας), για να τρέξει το νερό που θα τους απελευθερώσει από την αποτελμάτωση στην οποία βρίσκονται.

Για να φτιάξει τελικά αυτό το συναρπαστικό, ασυνήθιστο ερωτικό τρίγωνο, ταυτόχρονα ρόουντ-μούβι, καταφέρνοντας να συνδυάσει την ιστορία των τριών νεαρών πρωταγωνιστών του με τον κοινωνικό πολιτικό περίγυρο, ιδιαίτερα σε μια περιοχή, με σημαντική κορεατική κοινότητα, που προσπαθεί να κρατήσει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα κι όπου οι τρεις νεαροί ίσως να αισθάνονται και ξένοι.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module