Μενού

ΔΕΝΤΡΟ ΜΕ ΤΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ, ΤΟ - Νίκος Παλάτος

2171 4

Μετά τον θάνατο της κουνιάδας του, τριαντάρης άνδρας παίρνει τον πεντάχρονο ανιψιό του και επιστρέφει στη μικρή γενέτειρά του για να οργανώσει την κηδεία της. Η επιστροφή στον τόπο του, όμως, ξυπνά αναμνήσεις, μα και φαντάσματα από το παρελθόν.

Σκηνοθετικό ντεμπούτο με τρίωρης διάρκειας ταινία προϋποθέτει ενδεχομένως πολλά και διάφορα, σίγουρα, όμως, δύο τουλάχιστον: απεριόριστη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου, αλλά και σενάριο που φυσάει. Όσον αφορά το πρώτο, ο μόνος που μπορεί να το κρίνει είναι ο ίδιος ο auteur, αφού πρώτα έχει «μετρήσει» τον εαυτό του και τις φιλοδοξίες του και ως εκ τούτου ξέρει. Το δεύτερο, εν τούτοις, το εισπράττει ο θεατής, και εκεί τα πράγματα δύσκολα κρύβονται. «Το Δέντρο με τις Χρυσές Πεταλούδες» συστήνει τον εκ Βιετνάμ προερχόμενο σκηνοθέτη Τιέν Αν Φαμ, ο οποίος καταθέτει ταλέντο σε πλανοθεσία, πνευματικότητα και λυρισμό, αλλά για κάποιο λόγο (που μόνο εκείνος γνωρίζει) ξεχειλώνει την ταινία του σε… τρίωρη (!) διάρκεια, λες και ζήλεψε τον αλησμόνητο «Ελέφαντα που Στέκεται Ακίνητος» (2018). Στον τομέα της κατάθλιψης ενδεχομένως και να ταυτίζεται, όμως, ακόμα και ο άκρως επιδραστικός (για παρόμοια φιλμικά κρούσματα…) Απιτσατπόνγκ Βερεσεθάκουλ του «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του» (2010) κάπου αντιλαμβάνεται πως το ψαλίδι είναι απαραίτητο.

Η θρησκεία είναι το κυρίαρχο σημείο προβληματισμού του «Δέντρου». Το θέμα τίθεται επί τάπητος από το ξεκίνημα κιόλας, όταν σε υπαίθριο bar, όπου το πλήθος έχει συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2018, τριμελής παρέα συζητά για το νόημα της ύπαρξης και την αιώνια ζωή. Ο πιο σιωπηλός από τους τρεις, όταν κάποτε ανοίγει το στόμα του, αναφέρει πως θέλει να πιστέψει αλλά δεν μπορεί. Η ύπαρξη της Πίστης, άλλωστε, είναι κάτι το ασαφές, συμπληρώνει. Εκείνος που τα ισχυρίζεται όλα αυτά είναι ο Τιέν, ο ήρωας του έργου, ο οποίος σύντομα θα βρεθεί σε οδοιπορικό επιστροφής στο φτωχικό αγροτικό χωριό του, συνοδεύοντας το φέρετρο της νύφης του και το ορφανό αγόρι της. Σύντομα θα γίνει απολύτως σαφές πως η επιστροφή στα πάτρια εδάφη εξαιτίας μιας κηδείας δεν λειτουργεί παρά ως η αφορμή για τον Τιέν Αν Φαμ, προκειμένου να εξερευνήσει έννοιες όπως η κρίση ταυτότητας ή η αμφιβολία απέναντι στην Πίστη, όχι μέσω μιας κάποιας πατρικού τύπου σύνδεσης ανάμεσα σε θείο κι ανιψιό (αυτή η πτυχή περνά γρήγορα σε δεύτερη μοίρα), αλλά διαμέσου της απεγνωσμένης αναζήτησης δρόμων που προ πολλού είτε είχαν αφεθεί στη μοίρα τους είτε εντελώς ξεχαστεί. Τούτες οι παράμετροι εξετάζονται βασικά από τρία ευδιάκριτα και μεγάλης διάρκειας επεισόδια, στα οποία ο Τιέν αρχικά συζητά με ηλικιωμένο βετεράνο του πολέμου του Βιετνάμ, στη συνέχεια επανασυνδέεται με νεανικό του αίσθημα (η οποία έχει γίνει πλέον καλόγρια), για να καταλήξει σε διαδρομή εντοπισμού του χαμένου για χρόνια αδελφού του.

Ενίοτε σαγηνευτικό στο μάτι, καθώς ο σκηνοθέτης αφήνει τις σεκάνς του να κυλούν σε φυσικούς ρυθμούς, προτάσσοντας ένα τοπίο ονειρικής ομορφιάς, το φιλμ αρχίζει από το μέσον του κι έπειτα να… δοκιμάζει την υπομονή του θεατή, δείχνοντας ώρες-ώρες διατεθειμένο να προβάλει το ταξίδι του Τιέν με τη μηχανή του σε… πραγματικό χρόνο. Οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις τον φέρνουν ενώπιον σφαλμάτων του παρελθόντος (όχι απαραιτήτως δικών του), μπλέκοντας συχνά μνήμη και πραγματικότητα με τρόπο που μοιάζει να ρίχνει μέχρι και πέπλο μυστηρίου στα δρώμενα. Το σάβανο της απώλειας, βέβαια, ουδέποτε σηκώνεται οριστικά και αμετάκλητα, αφού η ασάφεια μοιάζει να είναι πρωταρχικός προβληματισμός, όχι μονάχα σε ότι αφορά την Πίστη, αλλά και το έργο γενικότερα. Η χριστιανική προσέγγιση της αποδοχής του θανάτου μοιάζει να ευθυγραμμίζεται με το βουδιστικό κάρμα της μετενσάρκωσης του «Θείου Μπούνμι», χωρίς να ξύνει (για το παραμικρό) κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ποντάροντας σε χαλαρούς συμβολισμούς (ένα νεκρό πουλί…) αντί για βαθύ «μπεργκμανικό» σκάψιμο μέχρι την ουσία του πράγματος, το «Δέντρο» σταδιακά αναλώνεται σε αργά ζουμαρίσματα και (εντυπωσιακά) πλάνα ευρείας λήψης, τα οποία δίνουν ένα όμορφο περιτύλιγμα στην ταινία, μαζί και μια ισχυρότατη δόση αέναης επαναληπτικότητας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κάπου γύρω στα μισά του φιλμ, ο Τιέν αναφέρει την κλασική ατάκα από την «Υπέροχη Ζωή» (1946) του Φρανκ Κάπρα, που λέει πως κάθε φορά που μια καμπάνα χτυπά, ένα άγγελος βγάζει τα φτερά του, καταθέτοντας παράλληλα την απορία… για ποιο λόγο δεν γυρίζονται πια ταινίες σαν κι αυτή. Εάν έβλεπε «Το Δέντρο με τις Χρυσές Πεταλούδες», οι προβληματισμοί του θα ήταν εντονότεροι. Καλή η κατάθεση τεχνικής, πανέμορφα τα δάση του Βιετνάμ, συμπαθές το «παιχνίδι» με τη μνήμη (συλλογική και μη), αλλά τρεις ώρες μόνο με αυτά δεν βγαίνουν. Όσοι πίνουν νερό στο όνομα του Απιτσατπόνγκ Βερεσεθάκουλ, θα δουν εδώ έναν άξιο διάδοχό του. Οι υπόλοιποι, στην τρίλεπτη σεκάνς του λαλήματος του κόκορα, μάλλον θα λαλήσουν και οι ίδιοι! Χρυσή Κάμερα στις περσινές Κάννες.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module