Μενού

ΝΑΠΟΛΕΩΝ - Νίκος Τσαγκαράκης

1261 1

Στη Γαλλία του όψιμου 18ου αιώνα ο Ναπολέων Βοναπάρτης καταλαμβάνει την εξουσία, οδηγεί τη χώρα σε νικηφόρες μάχες, αλλά τελικά πέφτει θύμα της υπέρμετρης φιλοδοξίας του.

Βιογραφικό δράμα που ακολουθεί μια μακρά ιστορία ενσάρκωσης του κορσικανού στρατηλάτη στον κινηματογράφο. Από το τεχνικά κι αισθητικά πρωτοποριακό επίτευγμα «Ναπολέων» («Napoleon», 1927) του Αμπέλ Γκανς, στο «Ντεζιρέ» («Désirée», Χένρι Κόστερ, 1954) και στο «Austerlitz» (1960) ξανά του Γκανς, ως το σκηνοθετικά μεγαλειώδες «Βατερλό» («Waterloo», Σεργκέι Μπόνταρτσουκ, 1970) με τις χιλιάδες κομπάρσων του.  Επιπλέον, ο ίδιος ο Σκοτ δεν είναι τελείως ασύνδετος με το θέμα, καθώς επιστρέφει στη ναπολεόντεια περίοδο μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Οι μονομάχοι» («The Duellists», 1977).

Η φετινή ταινία επιχειρεί να συμπτύξει τα βασικά σημεία της ναπολεόντειας βιογραφίας που οι παραπάνω τίτλοι ανέπτυσσαν μεμονωμένα και το κάνει χωρίς πίεση ή βιασύνη. Το γνώριμο ράθυμο ερμηνευτικό ύφος του Φίνιξ αποτελεί κεντρική παράμετρο σ’ αυτή την εκδοχή του Σκοτ, που επιτέλους έρχεται να προσθέσει μια απομυθοποιητική οπτική στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Ναπολέοντα, που, όπως κι αυτή εδώ αποτελούν προϊόντα της εποχής τους και μέχρι τώρα περιορίζονταν σε εθνικιστικούς θριάμβους (Γκανς) και μαρτυρικά πορτρέτα (Κόστερ και Μπόνταρτσουκ).

Αντιθέτως, εδώ ο μόνιμα νωθρός Φίνιξ συμβάλλει στη σατιρική εικόνα του ηγεμόνα την οποία συνθέτει ο Σκοτ, μέσα από το γενικότερο σκωπτικό ύφος που υιοθετεί, ξαναπιάνοντας το νήμα των «Μονομάχων», που κοροΐδευαν επίσης τις κοινωνικές συμβάσεις της αρρενωπότητας. Ο σκηνοθέτης λοιπόν φροντίζει να υπονομεύει τον ήρωά του με κάθε ευκαιρία, με παραδείγματα τον σκυλίσιο τρόπο που κάνει σεξ στην (όχι με την) Ιωσηφίνα και τη γενικότερη κακοποιητική του συμπεριφορά απέναντί της, ενώ παρότι οι τίτλοι τέλους φαινομενικά απαριθμούν τα κατορθώματά του, τελικά εστιάζουν στον τεράστιο αριθμό των εκατομμυρίων νεκρών που είχαν ως αποτέλεσμα οι πόλεμοι που διεξήγαγε.

Οπτικά η ταινία υπηρετεί πλουσιοπάροχα κι υποβλητικά το θέμα της με τον διευθυντή φωτογραφίας Ντάριους Βόλσκι να χρησιμοποιεί κυρίως -αν όχι αποκλειστικά- κεριά στα νυχτερινά εσωτερικά του αλά «Barry Lyndon» (Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1975), ενώ οι σκηνές μάχης είναι πληθωρικές χάρη στα ψηφιακά εφέ αυτή τη φορά που πολλαπλασιάζουν τις μερικές εκατοντάδες κομπάρσων, αλλά σκληρές κι απάνθρωπες, χωρίς τη δόξα που τις συνόδευε σε παλιότερες απεικονίσεις τους.

Νϊκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr

Smart Search Module