Μενού

ΝΑΠΟΛΕΩΝ - Ηλίας Φραγκούλης

1818 2

Μέσα στην οργή και τις κοινωνικές αναταραχές που ακολούθησαν της Γαλλικής Επανάστασης, ο Κορσικανός στρατιωτικός διοικητής Ναπολέων Βοναπάρτης εκμεταλλεύεται τους θριάμβους του στα πεδία των μαχών για ν’ ανέλθει στην εξουσία, ενώ παράλληλα φλέγεται από την ερωτική του επιθυμία για την Ιωσηφίνα ντε Μποαρνέ.

Δεν είναι δική μου δουλειά να παρατηρώ… με το «μικροσκόπιο» ιστορικές ανακρίβειες σε τέτοιου είδους έργα, όμως, η αρχική σεκάνς του αποκεφαλισμού της Μαρίας Αντουανέτας (μετά άσματος της Εντίτ Πιάφ!) μ’ έκανε να «κλωτσήσω» από νωρίς παρακολουθώντας το «Ναπολέων». Η 48χρονη ηθοποιός Κάθριν Γουόκερ υποδυόταν την ομώνυμη ηρωίδα η οποία οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα στα… 37 της.

Και, όχι, δεν ξεκίνησα να βλέπω τούτη την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ με αρνητική διάθεση ή κάποια προκατάληψη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο… κάργα επηρμένος Άγγλος σκηνοθέτης (δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδραση και τις εκφράσεις του μπροστά στην οσκαρική ήττα του «Μονομάχου», το 2001) είναι περίπτωση… του ύψους και του βάθους! Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Το 2021 μας έδωσε μία εξαιρετική «Τελευταία Μονομαχία» και μία αμφιλεγόμενη μετριότητα με τον «Οίκο Gucci». Εδώ συναντάμε ακόμη μία… προβληματική ταινία του, η οποία μαστίζεται από την έλλειψη συνέπειας. Υπάρχουν πολλά επί μέρους καλά στοιχεία, όμως, δεν συμφωνούν απαραίτητα μεταξύ τους ώστε να δώσουν ένα ενιαίο σύνολο.

Για την ακρίβεια, το «Ναπολέων» αποτελείται από… (σχεδόν) τρία έργα! Το πρώτο βασίζεται στην περίφημη ερωτική του σχέση με την Ιωσηφίνα ντε Μποαρνέ, το δεύτερο επικεντρώνει στις ιστορικές μάχες που χάρισαν στον Βοναπάρτη μια διαχρονική φήμη και το τρίτο είναι μία… παρωδία του ήρωά του, ίχνη της οποίας σκορπίζει στο φιλμ ο Σκοτ, άτολμα, ανολοκλήρωτα και δίχως το κατάλληλα αποδομητικό χιούμορ που χρειαζόταν (οι ατάκτως ερριμμένες ατάκες που θα κάνουν το κοινό να μειδιάσει σε διάφορες σκηνές είναι ότι επέζησε από το συγκεκριμένο σκεπτικό).

Η «πρώτη» ταινία περιέχει στοιχεία προβλέψιμα σκαμπρόζικα (ειδικά όσον αφορά στη σεξουαλική δραστηριότητα με την μετέπειτα Αυτοκράτειρα της Γαλλίας, η οποία «εξοστρακίστηκε» επισήμως – και μετά δημόσιου διαζυγίου! – από την Αυλή επειδή δεν ήταν ικανή να δώσει στον Ναπολέοντα έναν διάδοχο) και ρομαντικά (περίπτωση «καταραμένου» έρωτα), με πιο ουσιαστικό τμήμα της το προσεγμένο… ενδυματολογικό κομμάτι της Τζάντι Γέιτς. Η «δεύτερη» ταινία είναι ο «κράχτης». Οι σεκάνς των μαχών. Εδώ, ο Σκοτ φανερώνει την σκηνοθετική του αδυναμία απέναντι στο αντίπαλος δέος μιας πιθανής σύγκρισης με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ (το πιο σκληρό παράδειγμα που μπορώ να θέσω), με αποκορύφωμα ένα ελαφρώς βαρετό και anticlimactic Βατερλό (#diplhs), το οποίο ωχριά μπροστά στην πιο εντυπωσιακά στημένη μάχη του Άουστερλιτς, με την αβάντα που δίνει οπτικά η παγωμένη λίμνη Σάτσαν, καθώς «καταπίνει» τα εχθρικά στρατεύματα. Όσο για την «τρίτη» ταινία, εκεί είναι που ο Σκοτ χάνει ολέθρια, αποφεύγοντας να δει με κυνισμό το πορτρέτο μιας απόλυτα αμφιλεγόμενης και διχαστικής προσωπικότητας, ενός λαοφιλούς (ένεκα πατριωτισμού) τύραννου που πήρε στο λαιμό του αμέτρητες ζωές με αντάλλαγμα τη δόξα του ευφυούς στρατηλάτη. Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως ο Σκοτ θέλει να σπάσει πλάκα με τον Ναπολέοντα, όμως, ούτε καν θίγει το θέμα taboo του μικρόσωμου ήρωα, ούτε καν χρησιμοποιεί τη φιγούρα – σήμα κατατεθέν με το χέρι στραμμένο εντός του γιλέκου του (προτιμά μία μάλλον πιο… μουσολινική στάση και γλώσσα του σώματος). Δεν εκμεταλλεύεται τίποτε το «γραφικό» στην απεικόνιση του Βοναπάρτη, δεν τονίζει μια κάποια «τρέλα» στο (σκυθρωπό, ρηχό και ανέμπνευστο) παίξιμο του Χοακίν Φίνιξ κι αποχαιρετά σταδιακά οτιδήποτε αιχμηρό και ιστορικά αντιπροσωπευτικό γύρω από τον βασικό του χαρακτήρα, επιχειρώντας (άδοξα) προς το φινάλε του έργου να τον «στολίσει» με μια υποψία… συναισθήματος!

Αντί για επικό σινεμά με ουσία, το «Ναπολέων» μοιάζει περισσότερο με μια επική… αγγαρεία, από έναν σκηνοθέτη που σε κάνει να νοσταλγείς το (ντεμπούτο του) «The Duellists» (1977) ως κάτι το πιο δημιουργικό και… αλάνθαστο! Και στο ίδιο terrain είδους, μάλιστα!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Επικό σινεμά; Θα γυρνάει τούμπες στο φέρετρό του ο Αμπέλ Γκανς! Ένα χυμαδιό από «κομμάτια» που δεν θ’ αποτελούσαν… διαφορετικά έργα αν υπήρχε ένα φιλμικό όραμα κι ένα σενάριο συνεπές στο τι ήθελε να πει ο «ποιητής». Καμία πρόταση, καμία άποψη, καμία τόλμη, κανένας νεωτερισμός (αχ, δύσμοιρη Σοφία Κόπολα…), τίποτα ικανό να γράψει κινηματογραφική Ιστορία. Βγαίνεις έξω και θυμάσαι το (μπόλικο) αίμα και τα ρούχα! Κι αυτό σαφώς και δεν είναι αρκετό. Αλλά δεν θα χαλάσει το Apple TV+, οπότε… no worries, μωρέ!

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module