Μενού

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, Η (Επαν.) - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

1808 3

Ο έρωτας, οι σχέσεις του ζευγαριού και γενικά τα εύθραυστα, ανθρωπινα συναισθήματα, μέσα από μια προσέγγιση που ανέτρεπε τον παραδοσιακό τρόπο παρουσίασης, μέσα από μια πρωτοποριακή για την εποχή της ταινία, που απέρριπτε κάθε είδους ψυχολογία για να εστιάσει το ενδιαφέρον της στους νεκρούς χρόνους, τις παύσεις και τις σιωπές, σε μια ταινία που παραμένει το ίδιο προκλητική, πρωτοποριακή και απολαυστική όσο και πριν από 63 χρόνια, όταν πρωτοπροβληθηκε.

Από τις ταινίες που η προβολή τους προκάλεσε «σκάνδαλο», τη φορά αυτή στο φεστιβάλ των Κανών, ήταν η «Περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, η οποία γιουχαϊστηκε στη δημοσιογραφική της προβολή, αντίθετα με ένα τμήμα της που την εξύμνησε, καταφέρνοντας τελικά να κερδίσει το Ειδικό Βραβείο της κριτικής επιτροπής. Εκείνο βέβαια που ενόχλησε το κοινό του φεστιβάλ δεν ήταν η σχετικά απλή ιστορία της ταινίας αλλά ο τρόπος της αφήγησης του σκηνοθέτη της, τρόπος αντι-δραματουργικός για τα τότε δεδομένα, τρόπος που στη συνέχεια θα επηρεάσει αρκετούς νεότερους σκηνοθέτες (ανάμεσά τους και το δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο). Η αφήγηση αυτή αρνείται τον παραδοσιακό τρόπο γραφής αλλά και κάθε είδους ψυχολογία, προτιμώντας να εστιάσει το ενδιαφέρον της στους νεκρούς χρόνους, τις παύσεις, τις σιωπές, στοιχεία που τελικά μας αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα για τους χαρακτήρες και τα αισθήματά τους από δεκάδες σελίδες διαλόγων.

Η ιστορία της ταινίας στρέφεται γύρω από την εξαφάνιση μιας γυναίκας, στη διάρκεια μιας κρουαζιέρας στα ιταλικά νησιά, της Άννας (Μασάρι) και τις προσπάθειες του αρχιτέκτονα αρραβωνιαστικού της, Σάντρο (Φερτσέτι), και της στενής φίλης της, Κλαούντια (Βίτι) να τη βρουν, πρώτα σ’ ένα έρημο νησί και στη συνέχεια σε διάφορες ιταλικές πόλεις (την Ταορμίνα κι αλλού). Στη διάρκεια της περιπλάνησης των δυο πιο στενών της φίλων, ο Σάντρο και η Κλαούντια αρχίζουν να ελκύονται ο ένας στον άλλο και μπλέκονται σε μια όλο πάθος ερωτική σχέση, ώσπου, κάποια στιγμή, η Κλαούντια ανακαλύπτει τον Σάντρο στην αγκαλιά μιας πόρνης. Η ταινία τελειώνει με τον Σάντρο να κλαίει και την Καλούντια να τον πλησιάζει και να του χαϊδεύει τα μαλλιά.

Η ιστορία ξεκινά σαν είδος αστυνομικού θρίλερ, με την εξαφάνιση της Άννας και τις έρευνες της αστυνομίας, στη συνέχεια όμως ο Αντονιόνι χρησιμοποιεί την κάμερά του για να ανατρέψει το είδος αλλά και γενικότερα το ρεαλιστικό κινηματογράφο, σε μια προσπάθεια να εξερευνήσει τα ανθρώπινα, εύθραυστα αισθήματα, ανατέμνοντας με δύναμη τα πρόσωπά του, μέσα από τις κινήσεις, τις εκφράσεις και τη συμπεριφορά τους, μέσα από την κάθε στιγμή τους, απ’ ό,τι αυτή προσθέτει ή αφαιρεί από τη ζωή τους, καθώς κι εκείνο που τους κάνει να ερωτεύονται ή να προδίδουν τον άλλο. Η κάμερά του άλλοτε επιμένει στα πρόσωπα (ποτέ η Μόνικα Βίτι δεν ήταν τόσο αισθησιακή – η απαρχή μιας εξαιρετικής συνεργασίας της σε ένα αριθμό ταινιών του Αντονιόνι), άλλοτε ερευνά τους χώρους, χρησιμοποιώντας τα τοπία για να σχολιάσει και να βγάλει στην επιφάνεια τα κρυμμένα αισθήματα των προσώπων του. Το έρημο νησί, τα γυμνά, απότομα βράχια, τα πολυτελή ξενοδοχεία, οι μπαρόκ εκκλησίες, οι επαρχιακές πλατείες, τα διάφορα αρχιτεκτονικά μνημεία, μετατρέπονται σε ένα είδος μεταφοράς των ανθρώπινων αισθημάτων αλλά και της αποξένωσης του σύγχρονου ατόμου.

Μιλώντας για την ταινία του ο ίδιος ο Αντονιόνι ανάφερε χαρακτηριστικά: «Το δράμα μας είναι η έλλειψη επικοινωνίας κι αυτό το αίσθημα διακατέχει τα πρόσωπα της ταινίας μου, που προτίμησα να τα τοποθετήσω σε ένα κόσμο πλουσίων επειδή σ’ αυτόν τα αισθήματα δεν καθορίζονται από οικονομικούς περιορισμούς. Πρόκειται για άντρες και γυναίκες που προσπαθούν να ζήσουν φυσιολογικά τη ζωή τους αλλά που συναντούν τόσες δυσκολίες ώστε δεν μπορούν να αποφύγουν την τελική καταστροφή.» Παρόμοια θέματα που ο ιταλός σκηνοθέτης θ’ αναπτύξει με τον ιδιόμορφο τρόπο του και στις επόμενες ταινίες του, ιδιαίτερα στην «Έκλειψη» και τη «Νύχτα», που μαζί με την αριστουργηματική αυτή «Περιπέτεια» θεωρούνται τμήματα μιας υποδειγματικής τριλογίας πάνω στην έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας και την αποξένωση του σύγχρονου ατόμου.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module