Μενού

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ, Ο (Επανέκδοση) - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

Με ένα αυτοκίνητο να κινείται σ’ ένα απόμερο, παραλιακό τοπίο, με την υπόκρουση ενός δυνατού ανέμου και τους ήχους των κυμάτων που χτυπάνε στην παραλία, ξεκινάει το κλασικό αυτό φιλμ νουάρ, τελευταία ταινία που γύρισε πριν το θάνατό τουο Ζαν-Πιερ Μελβίλ (πέθανε σε ηλικία μόλις 55 χρονών, μερικούς μήνες πριν κυκλοφορήσει η ταινία). Στη συνέχεια, παρακολουθούμε την πρώτη από δυο, στημένες με σχολαστικότητα, ληστείες, με απλά, ακίνητα και απέριττα πλάνα, με ένα στιλ συγγενικό μ’ εκείνο του Ρομπέρ Μπρεσόν (μαζί και του Ιάπωνα Γιασουτζίρο Όζου, σκηνοθέτη που θαύμαζε ο Μελβίλ), ληστεία που τελικά καταλήγει στραβά, ενώ παράλληλα, παρακολουθούμε την περιπολία στην περιοχή των Ηλύσιων Πεδίων του αστυνόμου Εντουάρ, που ερμηνεύει, αρκετά συγκρατημένα, ο Αλέν Ντελόν.

Un Flic3

Αντίθετα με την πρώτη, ήρεμη ληστεία, η δεύτερη, που παρακολουθούμε προς το φινάλε της ταινίας, εκτυλίσσεται σ’ ένα τρένο, με τον Σιμόν, τον φίλο του Εντουάρ, στην πραγματικότητα βασικό ληστή και αρχηγό της προηγούμενης ληστείας (αν και ο Εντουάρ δεν το μαθαίνει παρά στο φινάλε), να κατεβαίνει πάνω στο κινούμενο τρένο από ένα ελικόπτερο, με τον Μελβίλ να την καταγράφει με ένα γρήγορο ρυθμό, με νευρώδεις (συχνά και με πανοραμικές) κινήσεις της κάμερας, ένα στιλ, τη φορά αυτή, πιο κοντά σ’ εκείνο του Ντασέν στο «Ριφιφί» ή εκείνο του Κιούμπρικ στο «Χρήμα της οργής» (άλλου σκηνοθέτη που θαύμαζε ο Μελβίλ).

Με την προσεγμένη σύνθεση των πλάνων και την επιμονή του στις λεπτομέρειες και τη δημιουργική, δοσμένη με πρωτοτυπία, χρήση ήχων και μουσικής, με λιγοστό διάλογο κι ένα ρυθμό άλλοτε ήρεμο κι άλλοτε γοργό, σύμφωνα με τα δρώμενα, ο Μελβίλ δημιουργεί την απαιτούμενη σκοτεινή ατμόσφαιρα του νουάρ, με τα γερασμένα πρόσωπα του υποκόσμου, από τη μια (με επίκεντρο το νυχτερινό κέντρο του Σιμόν (στο ρόλο ο γνωστός μας Αμερικανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Κρένα), κέντρο που θυμίζει εκείνο στον «Σαμουράι», μαζί και τις δυο ξανθές γυναίκες της ταινίας, εκείνη της «μοιραίας» Κατρίν Ντενέβ (που τον έρωτά της μοιράζονται και οι δυο αντίπαλοι) και της Μπουλ Οζιέ, που ερμηνεύει τη ξανθιά τραβεστί, το «καρφί» του αστυνόμου, και, από την άλλη, τον μοναχικό, ψυχρό, απογοητευμένο στο φινάλε, αντι-ήρωα αστυνόμο του Ντελόν, το ίδιο μοναχικό και ψυχρό, χωρίς τις αναγκαίες απαντήσεις στα διάφορα ηθικά και άλλα ερωτήματα, όπως και πριν ο εγκληματίας του Ντελόν στο «Σαμουράι» (ο οποίος εδώ, αντί για καναρίνι για παρέα έχει το πιάνο), πρόσωπα που τελικά εντείνουν την ατμόσφαιρα μιας απαισιόδοξης εικόνας της σύγχρονης αστικής κοινωνίας που τόσο εκφραστικά σκιτσάρει ο Μελβίλ με τα φθινοπωρινά χρώματα της φωτογραφίας του Βάλτερ Βότιτς.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module