Ο Γκαμπριέλε Μουτσίνο, ένας από τους σκηνοθέτες οι οποίοι προσπαθούν να αναγεννήσουν τον παρηκμασμένο –όπως συνέβη και με την πολιτική- ιταλικό κινηματογράφο- τοποθετεί τους ήρωές του στη χρονική περίοδο που η Ιταλία γνώρισε μεγάλες αλλαγές. Και από χώρα της μεγάλης δημοκρατικής και αριστερής παράδοσης μεταλλάχτηκε σε μια χώρα όπου ευδοκίμησε ο μπερλουσκονισμός, η ακροδεξιά και τα λαϊκίστικα μορφώματα. Παρουσιάζει την ιστορία της Ιταλίας, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα μέσα από τη ζωή τεσσάρων φίλων, της Τζέμα, του Τζούλιο, του Πάολο και του Ρικάρντο. Σαράντα χρόνια που έφεραν το πάνω κάτω στον κόσμο αλλά και στις ζωές τους, μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες, όνειρα και διαψεύσεις, χαρές και λύπες.
Πρόκειται για μια ταινία-τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς η οποία μεγάλωσε με ορμή και έμεινε με αναπάντητα ερωτήματα για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον. Οι τέσσερις φίλοι απομακρύνονται μετά τα εφηβικά τους χρόνια, ξανασυναντιούνται, χάνονται επανασυνδέονται. Η ζωή σε κύκλους, με συναντήσεις, απώλειες κι απρόοπτα. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με την ιστορία της Ιταλίας και του κόσμου.
Συναντάμε τους ήρωές μας στα 16 τους χρόνια σε μια εποχή που οι συγκρούσεις της νεολαίας με την αστυνομία ήταν καθημερινότητα. Σε μια από αυτές ο Ρικάρντο τραυματίζεται. Είναι ένας ονειροπόλος νεαρός, με γονείς χίπηδες, ο οποίος παντρεύεται την Άννα, χωρίζουν και εκείνη τον εγκαταλείπει παίρνοντας μαζί της το παιδί που έχουν αποκτήσει.
Η όμορφη Τζέμα ξετρελαίνει όλους τους άνδρες που τη γνωρίζουν. Ευάλωτη και αυτοκαταστροφική αποτελεί το πεδίο αντιζηλίας μεταξύ του Πάολο και του Τζούλιο που είναι ερωτευμένοι μαζί της. Ο Πάολο γίνεται καθηγητής Λατινικών και Λογοτεχνίας αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την επιρροή της καταπιεστικής μητέρας του. Ο Τζούλιο έγινε πετυχημένος δικηγόρος, υπερασπιστής των αδύναμων, μέχρις ότου γοητεύθηκε και παραδόθηκε στη λατρεία του χρήματος και της κοινωνικής καταξίωσης.
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την ταινία του Ετόρε Σκόλα «Είχαμε αγαπηθεί τόσο» (1974) αλλά παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στους μεγάλους Φεντερίκο Φελίνι, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Αλέν Ρενέ.
Ο σκηνοθέτης σημειώνει σχετικά: «Αναπόφευκτα, μιλάω για τη ζωή μου, όπως έκανε ο Σκόλα με τη δική του ταινία. Όπως και Ροντόλφο Σονέγκο, που είναι ο πατέρας αυτού του είδους των ιστοριών, ο Σκόλα έζησε τον πόλεμο και την Αντίσταση που επηρέασε την ιδεολογία της δεκαετίας του ’70. Όλα αυτά λείπουν από τη γενιά μου, είμαστε παιδιά κατώτερα από αυτά που βίωσαν τις πολιτικές αλήθειες, μεγαλώσαμε νιώθοντας κατωτερότητα. Εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο, ερωτευόμασταν, χορεύαμε μπλουζ, η μόνη μας επανάσταση ήταν το διαδίκτυο. Φυσικά, η ταινία μου αποτίνει φόρο τιμής. Άλλωστε, είμαστε οι ταινίες που έχουμε δει και κάνοντας ταινίες δίνω πίσω όλα αυτά που έγινα χάρη στο σινεμά»
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com