Μενού

CHINATOWN (Επαν.) - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

989 6

Από τις πιο σημαντικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 το «Τσαϊνατάουν» του Ρόμαν Πολάνσκι, είναι μια επιστροφή στο κλασικό φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ’40, ιδιαίτερα τις ταινίες του Τζον Χιούστον και του Χάουορντ Χοκς. Επιστροφή όμως όχι νοσταλγική αλλά μ’ ένα τρόπο που ανανεώνει το είδος με τον Πολάνσκι να φτιάχνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες που μας έδωσε ο σύγχρονος αμερικανικός κινηματογράφος.

Βρισκόμαστε στο Λος Αντζελες του 1937. Ο Τζέι Τζέι Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) είναι ένας σκληροτράχηλος ιδιωτικός ντετέκτιβ, στο στιλ του Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ, που ασχολείται με την παρακολούθηση παράνομων ζευγαριών για λογαριασμό απατημένων συζύγων. Ώσπου μπλέκει σε μια φαινομενικά εύκολη υπόθεση που του αναθέτει η μυστηριώδης Ίβλιν Μάλρεϊ (Φέι Ντάναγουεϊ): να παρακολουθήσει τον άντρα της, υπεύθυνο της Υπηρεσίας Ύδρευσης της πόλης, υπόθεση όμως που θα αποδειχτεί πολύπλοκη και επικίνδυνη και στην οποία αναμιγμένη είναι και η Ίβλιν και της οποίας στη συνέχεια ο σύζυγος δολοφονείται. Πίσω όμως από την υπόθεση της ύδρευσης, όπως θ’ ανακαλύψει ο Γκίτις, κρύβονται και άλλα μυστικά, ανάμεσά τους και το ξέπλυμα χρημάτων καθώς και μια υπόθεση αιμομιξίας ανάμεσα στην Ίβλιν και τον πατέρα της Νώε Κρος (Τζον Χιούστον), τον ισχυρό άνθρωπο που κινεί τα νήματα της πόλης..

Εκείνο που φαίνεται να τράβηξε βασικά τον Πολάνσκι στο δομημένο με μαεστρία σενάριο του Ρόμπερτ Τάουν (που δίκαια του χάρισε το Όσκαρ) είναι η ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ. Με τη βοήθεια του εξαίρετου ντεκορατέρ Ρίτσαρντ Σάιλμπερτ, ο σκηνοθέτης κατάφερε να αναπλάσει, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, με ξεχωριστή αγάπη αλλά και τρόπο πέρα ως πέρα αυθεντικό, την ατμόσφαιρα του Λος Άντζελες της εποχής (από τα ρούχα και τα αυτοκίνητα μέχρι τους δρόμους και τα σπίτια). Ολόκληρη η πλοκή στρέφεται γύρω από τον κύριο χαρακτήρα της ταινίας, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκίτις (χαρακτήρα που ο Νίκολσον συνθέτει με τρόπο υποδειγματικό), κι είναι βασικά μέσα από τη ματιά του που παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας, με επίκεντρο τις χωρίς αποτέλεσμα προσπάθειές του, τουλάχιστο στα δύο τρίτα της ταινίας, να καταλάβει πού έχει μπλέξει, θυμίζοντας σ’ αυτό όχι τόσο τον Μάρλοου του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ όσο τον κατοπινό Μάρλοου, εκείνο που ερμήνευε ο Έλιοτ Γκουλντ στην ταινία του Ολτμαν, «Μια σφαίρα, ένα αντίο».

Για τον Πολάνσκι, η βία και η ωμότητα βγαίνουν μέσα από την καθημερινότητα (φτάνει να θυμηθούμε το «Μωρό της Ρόζμαρι»), στοιχεία που υποβάλλει μέσα από πολλές σκηνές του, όπως εκείνες (που καλύπτουν μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της ταινίας) όπου ο Γκίτις που περιφέρεται μ’ ένα λευκοπλάστη στη μύτη, υπενθυμίζοντας στο κοινό τη σκηνή όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ, τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο Πολάνσκι, του τρυπά κυριολεκτικά τη μύτη μ’ ένα μαχαίρι λέγοντάς του το περιβόητο: «όσοι χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν πρέπει, χάνουν τη μύτη τους».

Με το «Τσαϊνατάουν», ο Πολάνσκι δείχνει, για μια ακόμη φορά μετά το «Μωρό της Ροζμαρί», μια εξαιρετική ωριμότητα και μαεστρία, ελέγχοντας με τρόπο υποδειγματικό το κάθε στοιχείο της ταινίας: από τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας, τη σύνθεση των πλάνων και την έγχρωμη φωτογραφία, με τα ξεπλυμένα της χρώματα (ο κάμεραμαν Τζον Αλόνζο έκανε μια εκπληκτική δουλειά) μέχρι το μοντάζ, τη χρήση της μουσικής (του Τζέρι Γκόλντσμιθ) και, βέβαια, τις ερμηνείες (εκτός από εκείνη του Νίκολσον, εντυπωσιακή είναι και η παρουσία τόσο της Φέι Ντάναγουεϊ όσο και εκείνη του Χιούστον).

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module