Παρ’ όλο που από καθαρά κινηματογραφικής πλευράς όλες οι ταινίες του «τρομερού παιδιού» της γαλλικής νουβέλ βαγκ ήταν πρωτοποριακές για την εποχή τους, σήμερα οι περισσότερες δείχνουν να έχουν ενταχθεί στην παράδοση. Είναι όμως μερικές ταινίες του που ακόμη και σήμερα καταφέρνουν, πέρα από τα όποιες τεχνικές καινοτομίες, να συγκινούν αληθινά: «Ο τρελός Πιερό», «Αλφαβίλ», «Η περιφρόνηση», «Ονομα: Κάρμεν».
Απ’ αυτές, «Η περιφρόνηση» είναι εκείνη που, πέρα από την ιστορία της, εμπνευσμένη από ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια («Ένα φάντασμα το μεσημέρι»), καταπιάνεται άμεσα, με έξοχες εικαστικά εικόνες και γενικά με τρόπο συναρπαστικό με τον ίδιο τον κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα δυο «ιερά τέρατα» του παγκόσμιου κινηματογράφου: τη σεξόβομβα του τότε γαλλικού σινεμά, Μπριζίτ Μπαρντό (σ’ ένα ασυνήθιστο ρόλο, που ο Γκοντάρ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του) και το μεγάλο Γερμανό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ..
Πρωταγωνιστής της ταινίας ο Πολ Ζαβάλ (Πικολί) , ένας πρώην συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, που προσπαθεί να στραφεί, χωρίς επιτυχία, στο γράψιμο σεναρίων, για να ικανοποιήσει τη νεαρή και όμορφη γυναίκα του, Καμίλ (Μπαρντό), που προσβλέπει σε οικονομικά οφέλη. Έτσι, όταν ο Αμερικανός παραγωγός του κινηματογράφου Τζέρεμι Πρόκος (Πάλανς) τον πλησιάζει για να «διορθώσει» ένα σενάριο σχετικά με την «Οσύσσεια», που πρόκειται να σκηνοθετήσει ο θρυλικός Γερμανός δημιουργός Φριτς Λανγκ (με τον ίδιο να παίζει με τρόπο επιβλητικό τον εαυτό του), ο Πολ δέχεται, αν και στην πορεία αρχίζει να έχει αμφιβολίες για το όλο σχέδιο. Αμφιβολίες που σταδιακά δημιουργούν στην Καμίλ μια έντονη περιφρόνηση για τον Πολ και την έλλειψη αυτοπεποίθησης που αυτός δείχνει, με αποτέλεσμα να στρέψει το ενδιαφέρον της στον Τζέρεμι.
Από τη μια το έργο του Μοράβια κι από την άλλη εκείνο του Ομήρου, καθώς κι η διασκευή τους σε σενάριο, δίνουν την ευκαιρία στον Γκοντάρ να κάνει ένα σχόλιο πάνω στο γράψιμο ενός σεναρίου αλλά και γενικότερα τη διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου. Διασκευή βέβαια εντελώς προσωπική και ιδιόμορφη μια και πρόκειται για ένα σκηνοθέτη που ανατρέπει κανόνες και ακολουθεί το δικό του ένστικτο για να φτιάξει το σχόλιο του πάνω στον ίδιο τον κινηματογράφο και την καλλιτεχνική δημιουργία – χωρίς να ξεχνάμε το θέμα της ευθύνης και της αξιοπρέπειας που έρχονται σε σύγκρουση με το σκληρό, απάνθρωπο κόσμο του κινηματογραφικού εμπορίου. Ο Πολ μπορεί να είναι ο Οδυσσέας και η Καμίλ η Πηνελόπη, αλλά εδώ η Πηνελόπη προδίνει τελικά τον Οδυσσέα για τον παραγωγό και το χρήμα που αυτός εκπροσωπεί.
Ο Γκοντάρ αφηγείται ένα είδος σύγχρονης τραγωδίας, χρησιμοποιώντας με έμπνευση και πρωτοτυπία τους φυσικούς χώρους του Κάπρι για να φτιάξει εικόνες θαυμάσιες, όπου η φύση και τα αντικείμενα, ιδιαίτερα τα αγάλματα, εκείνα της Αφροδίτης και της Αθηνάς (που φαίνεται να παρακολουθούν ακούραστα τα σύγχρονα πρόσωπα και τα πάθη τους), δοσμένα με έντονα χρώματα, με τη γοητεία της σινεμασκοπικής οθόνης (και φωτογραφημένα με ξεχωριστή αγάπη από τον Ραούλ Κουτάρ) παίρνουν μια άλλη διάσταση. Η κάμερα άλλοτε ακίνητη άλλοτε ακολουθώντας, σε αργά, έξοχα τράβελινγκ, τα πρόσωπα, μας αποκαλύπτει με τρόπο συναρπαστικό τα εσωτερικά πάθη τους, τις απογοητεύσεις αλλά και τη μοναξιά τους. Με πλάνα τέλεια, με ρυθμό εξαιρετικό, με τη θαυμάσια μουσική του Ζορζ Ντελρί, με ξεχωριστή ευαισθησία αλλά και χιούμορ και τα γνωστά, τακτικά στις ταινίες του, «ιδιωτικά αστεία», ο Γκοντάρ φτιάχνει μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές και όμορφες ταινίες του.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr