Η Ινδία είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία παγκοσμίως. Χιλιάδες Ινδοί κάθε χρόνο συρρέουν στους κινηματογράφους για να παρακολουθήσουν ταινίες εγχώριας παραγωγής. Βλέπετε στην πολυάριθμη ασιατική χώρα ο κινηματογράφος εξακολουθεί να είναι ένας λαϊκός τρόπος ψυχαγωγίας ή, εάν προτιμάτε, η λαϊκότερη των τεχνών.
Ταυτόχρονα όμως η Ινδία είναι και μία χώρα με τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, με ένα πραγματικό χάσμα να χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς. Μέσα σε αυτόν τον αυστηρό ταξικό διαχωρισμό είναι σχεδόν ανύπαρκτη, για να μην πούμε απαγορευμένη, η σύναψη κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Φανταστείτε δε, πόσο δύσκολη μπορεί να γίνει η σύναψη ερωτικών σχέσεων.
Η Ινδή σκηνοθέτιδα Ροχένανα Γκέρα με την πολυβραβευμένη ταινία της «Μη με λές κύριο» (Sir) επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ρήγμα σε αυτόν τον αυστηρό ταξικό διαχωρισμό. Έτσι με αυτήν τη ρομαντική ταινία, μια ιστορία έρωτα, καταφέρνει να “γκρεμίσει” τις κοινωνικές αντιθέσεις και να μιλήσει για τους ανθρώπους, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε έναν κόσμο που δεν επέλεξαν, σε έναν κόσμο που έτσι τον βρήκαν αλλά που είχαν το θάρρος να τον αμφισβητήσουν.
Αυτήν, λοιπόν, είναι η ιστορία του Ασουίν και της Ράτνα. Γόνος πλούσιας οικογένειας αυτός, οικιακή βοηθός στο σπίτι του εκείνη. Και ενώ ο πλούσιος Ασουίν φαίνεται να μην απολαμβάνει τη ζωή του, να μην έχει φιλοδοξίες και να είναι βαριεστημένος, η Ράτνα είναι γεμάτη όνειρα και σχεδιάζει να αλλάξει τη ζωή της, να γίνει σχεδιάστρια μόδας. Κι όπως έχουμε μάθει να λέμε… “κι ύστερα ήρθε ο έρωτας”. Ο οποίος βέβαια δε λύνει τα προβλήματα αλλά, μάλλον, δημιουργεί περισσότερα.
Πολυβραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ εκτός Ινδίας η ταινία, είναι μια διεισδυτική ματιά στην κοινωνική καθημερινότητα της χώρας, μια ματιά ιδιαίτερα ευαίσθητη αλλά και μαχητική από τη 47χρονη σκηνοθέτιδα.
Μια ταινία η οποία μας υπενθυμίζει πως καπιταλισμός δεν είναι μόνον η, συχνά επίπλαστη, εικόνα ευδαιμονίας των δυτικών κοινωνιών αλλά υπάρχει και η καπιταλιστική περιφέρεια, ο Τρίτος Κόσμος, που με την ανέχειά του “τρέφει” την ευδαίμονα Δύση!
Η σκηνοθέτιδα σημειώνει για την ταινία της: «Η Ινδία έχει ένα οικιακό εργατικό δυναμικό που φτάνει τα 40 εκατομμύρια. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες που εργάζονται ανασφάλιστες, χωρίς δικαιώματα, σε συνθήκες που θυμίζουν σύγχρονη σκλαβιά. Δεν προστατεύονται από τον νόμο σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό ή το ωράριο, ούτε έχουν ασφάλεια υγείας, επίδομα ανεργίας ή κάποια άλλη νομική κατοχύρωση. Αυτές οι γυναίκες είναι πλήρως εξαρτώμενες από τους εργοδότες τους.
Πολύ από τους εργοδότες πληρώνουν αυτές τις γυναίκες στις 7 ή στις 10 του μήνα, για να μην μπορούν να παραιτηθούν, αφού δεν μπορούν να χάσουν αυτές τις 7 ή 10 μέρες εργασίας. Εκτός από την ακραία σωματική κούραση και τη μεγάλη οικονομική ανασφάλεια, υπόκεινται σε καθημερινές ταπεινώσεις. Τρώνε αποφάγια, κοιμούνται σε στρώματα στο πάτωμα (στην κουζίνα, στον διάδρομο, ή αν είναι τυχερές σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο υπηρεσίας), χρησιμοποιούν διαφορετικά ποτήρια και διαφορετική τουαλέτα (καμιά φορά μία κοινή τουαλέτα που μοιράζονται με τους σοφέρ του κτιρίου).
Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό είναι ότι αυτό το φαινόμενο είναι αποδεκτό από τις προνομιούχες κάστες της Ινδίας. Στον πυρήνα αυτής της ακραίας αδικίας βρίσκεται η ευρέως αποδεκτή ρατσιστική προσέγγιση ανθρώπων που θεωρούνται κατώτεροι. Θυμίζει τον ρατσισμό στην Αμερική του ’50, όταν οι μαύροι θεωρούνταν θεμελιακά κατώτεροι.
Στην Ινδία, δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό κίνημα για τα δικαιώματα των οικιακών βοηθών ούτε κάποια αναγνώριση του γεγονότος ότι όλοι συμμετέχουν στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μεγάλωσα με μία νταντά και πάλευα να αποδεχτώ το γεγονός ότι ζούσε στο σπίτι μας, αλλά τις φερόμασταν σαν να μην είναι ισότιμη, σαν να μην είναι άνθρωπος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαδραματίζεται η ιστορία.
Η Ράτνα είναι μία χήρα που δουλεύει ως οικιακή βοηθός. Αλλά δεν είναι ένα θύμα. Είναι θαρραλέα και γεμάτη ελπίδα και παλεύει για να γίνει σχεδιάστρια μόδας, ένα σουρεαλιστικό όνειρο σε μία τόσο ταξική κοινωνία. Καθώς ο εργοδότης της μαθαίνει περισσότερα για εκείνη, τη βρίσκει ενδιαφέρουσα και συναρπαστική. Αλλά γνωρίζουν και οι δύο ότι το αόρατο τείχος ανάμεσα τους είναι απροσπέραστο. Παρόλα αυτά, ζουν κοντά ο ένας στον άλλον, μοιράζονται έναν χώρο που γίνεται προσωπικός, αν και χωρισμένος ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους που συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη.
Ως σεναριογράφος, επέλεξα να πω μια ιστορία που αποτυπώνει αυτό που πραγματικά μπορεί να συμβεί. Θα ήταν εύκολο να δημιουργήσω δραματικά ή βίαια επεισόδια για να δείξω τις αδικίες αυτού του κόσμου. Αλλά αυτό που βρίσκω πιο ενδιαφέρον είναι πόσο ταμπού μπορεί να είναι ένα τόσο θετικό συναίσθημα κάτω από αυτές τις συνθήκες και πόσο υποκριτική είναι η κοινωνία μας.
Για τους περισσότερους ανθρώπους που ξέρω στην Ινδία, είναι πολύ πιο ενοχλητικό να πουν ότι κάποιος μπορεί να ερωτευτεί την υπηρέτρια του, από το να συζητήσουν βίαια περιστατικά που μπορεί να συμβούν σε βάρος του οικιακού προσωπικού. Η βία επιτρέπει να διατηρηθεί ο διαχωρισμός, ενώ μια ιστορία αγάπης αποπειράται να ξεπεράσει αυτό το όριο. Αυτό κάνει τους ανθρώπους ιδιαίτερα αμήχανους…
Παραγωγοί, φίλοι και συγγενείς μου είπαν ότι είναι μια απίθανη ιστορία. Ότι δε θα συνέβαινε ποτέ. Κι όμως, κανείς δεν ξέρει να απαντήσει στο γιατί όχι. Φυσικά, υπάρχουν εργοδότες που εκμεταλλεύονται την αδυναμία των γυναικών που εργάζονται για αυτούς ακόμα και σεξουαλικά. Αλλά δεν πρόκειται για τέτοια ιστορία. Αυτή είναι μια ιστορία αμοιβαίου έρωτα ανάμεσα σε δύο ενήλικες και ο τρόπος με τον οποίο ακόμα και οι πιο προνομιούχοι είναι καταπιεσμένοι κοινωνικά και πώς τα πιο σημαντικά πράγματα μένουν ανείπωτα.
Αν στην πορεία της ταινίας, το κοινό νιώσει συμπάθεια για αυτούς τους δύο ανθρώπους και τους θέλει μαζί, πιστεύω ότι θα ήταν ένα πραγματικό κατόρθωμα, γιατί θα βοηθούσε να μεταμορφώσουμε την ιδέα του ενός για τον άλλον.
Για να δείξω τι εννοώ θα διηγηθώ την εμπειρία που είχα βλέποντας το The Birdcage σε ένα σινεμά στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα μου, που έκανε επίσκεψη από την Ινδία. Η μητέρα μου, μία προοδευτική γυναίκα, είχε εργαστεί σε μία εφημερίδα, αλλά ήταν ελαφρώς ομοφοβική, κυρίως εξαιτίας της άγνοιας της. Στην Ινδία, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη, ακόμα και σήμερα, οπότε τη δεκαετία του ’90 ήταν ακόμα ταμπού. Παρόλα αυτά, βλέποντας την ταινία, ένιωσε συμπάθεια για τους ομοφυλόφιλους χαρακτήρες και ξανασκέφτηκε τη θέση της. Στο τέλος, με ρώτησε για τους ομοφυλόφιλους φίλους μου και πώς οι γονείς τους αντιμετώπισαν τη σεξουαλική τους προτίμηση. Είχα φίλους που γνώριζε χρόνια οι οποίοι ήταν ομοφυλόφιλοι, αλλά δεν ήθελε να το συζητήσει. Σε λιγότερο από δύο ώρες που κράτησε η ταινία, που θεωρούνταν κωμωδία, μπόρεσε να ξεπεράσει την αμηχανία και την προκατάληψη της.
Ελπίζω ότι η ταινία θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων εκτός συνόρων σαν μια ιστορία αγάπης, αλλά και το ότι θα βοηθήσει να επανεξετάσουν τις προκαταλήψεις τους, απλώς επειδή θα πιστέψουν στην ιστορία αγάπης ανάμεσα στη Ράτνα και τον Ασουίν».
Πολυβραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ εκτός Ινδίας η ταινία, είναι μια διεισδυτική ματιά στην κοινωνική καθημερινότητα της χώρας, μια ματιά ιδιαίτερα ευαίσθητη αλλά και μαχητική από τη 47χρονη σκηνοθέτιδα.
Μια ταινία η οποία μας υπενθυμίζει πως καπιταλισμός δεν είναι μόνον η, συχνά επίπλαστη, εικόνα ευδαιμονίας των δυτικών κοινωνιών αλλά υπάρχει και η καπιταλιστική περιφέρεια, ο Τρίτος Κόσμος, που με την ανέχειά του “τρέφει” την ευδαίμονα Δύση!
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com