Ο Αντώνης, ένας απόστρατος αξιωματικός, ξεμένει ένα βράδυ στη Μακρόνησο, επειδή χάνει το πλοίο της επιστροφής στον Πειραιά. Εκεί συναντά τον Περικλή και τη Σάρα, δύο αγνώστους, που αρχίζουν να τον ξεναγούν στους χώρους του έρημου νησιού. Η νύχτα είναι μεγάλη, το «ταξίδι» θα είναι λυτρωτικό. Στη διάρκειά της, θα έρθουν στην επιφάνεια πλήθος κρυμμένων μυστικών, που συνδέουν τα τρία αυτά πρόσωπα: ο Αντώνης, στρατιωτικός διοικητής ενός τάγματος εργασίας, υποχρεώνει τους κρατούμενους να χτίζουν το εκκλησάκι του Αγι’ Αντώνη…
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος της θρυλικής Χαβάης (1995), αλλά και ο Θανάσης Σκρουμπέλος του Νέου Παρθενώνα (1975), επιστρέφει στον τόπο ενός «διαρκούς εγκλήματος που έμεινε ατιμώρητο» (κανείς από τους εθνικόφρονες βασανιστές σ’ αυτόν τον άγονο και άνυδρο τόπο εξορίας των αριστερών δεν δικάστηκε και δεν τιμωρήθηκε για τα αποτρόπαια έργα του), για να μας πει με πολύ φτωχά μέσα κάτι ανάλογο μ’ εκείνο που μας είχε πει ο Παντελής Βούλγαρης στην ποιητική αλληγορία του Χάππυ νταίη (1976). Με τη διαφορά ότι ο Σκρουμπέλος είναι ένας ταξικά και ιδεολογικά στρατευμένος κινηματογραφιστής, που φιλοδοξεί να επαναφέρει στο προσκήνιο την Ιστορία και να «δικάσει» εκείνους που βασάνισαν, χωρίς κανένα πρόβλημα, τη… μισή Ελλάδα.
Και το πράττει μέσω της arte povera, δηλαδή μιας no budget movie, στο μεταίχμιο της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ, όπου ο κινηματογράφος είναι μέσο έκφρασης, το φιλμ μέσο μετάδοσης (και διάδοσης) ενός μηνύματος και το μήνυμα αυτό καθεαυτό βρίσκεται υπεράνω όλων. Για να το πω διαφορετικά: ο σκηνοθέτης ξαναπιάνει το νήμα της (πειραματικής;) Χαβάης του, για να φτιάξει μία ακόμη ασυνήθιστη (και αταξινόμητη) θεατρογενή ταινία, βασισμένος και πάλι στη λεκτική αντιπαράθεση των (εδώ τριών) πρωταγωνιστών του.
Δημήτρης Κολιοδήμος