Μενού

BAD BOYS FOR LIFE - Νίκος Τσαγκαράκης

Ο συνάδελφοι στην αστυνομία του Μαϊάμι, Μάικ Λάουρι και Μάρκους Μπερνέτ, αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τον μεξικανό έμπορο ναρκωτικών που έχει βάλει τον πρώτο στο στόχαστρο.

Αστυνομική περιπέτεια που συνεχίζει τα «Κακά παιδιά» («Bad Boys», Μάικλ Μπέι, 1995) και «Τα κακά παιδιά 2» («Bad Boys ΙΙ», Μάικλ Μπέι, 2003). Η πρώτη ταινία ήταν μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις τις χρονιάς της, αναδεικνύοντας τον ανερχόμενο ακόμη τότε Σμιθ και συστήνοντας το φρενήρες, επιδεικτικά και σαδιστικά καταστροφικό οπτικό ύφος του Μπέι που επρόκειτο να κυριαρχήσει στο είδος της ταινίας δράσης για μια δεκαετία.

Η δεύτερη προσθήκη απλώς μεγέθυνε την κλίμακα της καταστροφής (η καταδίωξη με τη Ferrari είναι μία από τις καλύτερες όλων των εποχών), αλλά δυστυχώς και του ανυπόφορα άξεστου χιούμορ του σκηνοθέτη.

Το σκηνοθετικό δίδυμο των Άρμπι και Φαλάχ που διαδέχτηκε λοιπόν τον Μπέι είχε εξαρχής πολλαπλές ευθύνες, που βάραιναν ακόμη περισσότερο λόγω του πολυετούς κενού από την προηγούμενη ταινία. Έπρεπε να διατηρήσουν τις ψηλές προδιαγραφές των σκηνών δράσης, να βελτιώσουν το χιούμορ και κυρίως να προσφέρουν στους ήρωες νέες προκλήσεις και λόγους να συνεχίσουν αυτό που κάνουν αντί ν’ αποσυρθούν. Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες μου ήταν πολύ χαμηλές, αλλά η ταινία πετυχαίνει -έστω άνισα- όλους αυτούς τους στόχους.

Η δράση μπορεί να μην αφήνει με το στόμα ανοιχτό όπως έκανε το σαρωτικό χάος του Μπέι, αλλά είναι άφθονη και χορταστική. Το χιούμορ μπορεί να μη σπάει κόκκαλα, αλλά τουλάχιστον δε σπάει τα νεύρα. Οι σεναριακές ανατροπές συσσωρεύονται με σαπουνοπερατικό ρυθμό, αλλά λειτουργούν αποτελεσματικά χάρη στη συναισθηματική τους βαρύτητα και τον ισορροπημένο χειρισμό που τις συγκρατεί απ’ τον υπέρμετρο μελοδραματισμό.

Η πολυχρωμία που εξασφαλίζει ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπρεχτ Χέιβερτ είναι πυκνή, ζεστή και θελκτική. Οι νοσταλγικές λεπτομέρειες, όπως το μουσικό θέμα του Μαρκ Μαντσίνα που επαναφέρει ο Λορν Μπάλφι, αλλά και το ότι ο παραγωγός Τζέρι Μπράκχαϊμερ δε χρησιμοποιεί το δικό του λογότυπο αλλά εκείνο της εταιρείας που διατηρούσε με τον μακαρίτη συνεργάτη του Ντον Σίμπσον, με τον οποίο δημιούργησαν τη σειρά.

Σημαντικότερα όμως απ’ όλα είναι ότι οι δύο πρωταγωνιστές καταφέρνουν ν’ αναβιώσουν απολαυστικά τη χημεία τους κι ότι το σενάριο τους επιφορτίζει με τα πιο σοβαρά διακυβεύματα μέχρι τώρα στη σειρά, με σπουδαιότερο την ίδια τη σχέση των δύο ηρώων, την οποία δοκιμάζει κι ανανεώνει με πειστική κρισιμότητα.

Η σκηνοθεσία νοιάζεται ειλικρινά για τους χαρακτήρες της, τους οποίους αναπτύσσει με φροντίδα κι υπομονή, αναγνωρίζοντας εύστοχα το πέρασμα του χρόνου, αμφισβητώντας κι επανεπιβεβαιώνοντας τις αντοχές τους. Αυτή μάλιστα δε θα είναι η τελευταία δοκιμασία τους, καθώς η ταινία ‘άνοιξε’ με μεγαλύτερες εισπράξεις απ’ ό,τι αναμενόταν το σαββατοκύριακο που πέρασε, ωθώντας τη Sony ν’ ανακοινώσει αμέσως την προετοιμασία μιας τέταρτης ταινίας.

Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr

Smart Search Module