Για ακόμη μία φορά στην τεράστια καριέρα του, ο Κλιντ Ιστγουντ, στην καρέκλα του σκηνοθέτη, εμπνέεται από ένα πραγματικό περιστατικό και βάζει στο στόχαστρό του την αμερικανική παράνοια σε όλο της, κυριολεκτικά, το «μεγαλείο»: το περιστατικό συνέβη στην Ατλάντα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Ενας σεκιούριτι, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, θεώρησε ύποπτο το γεγονός μιας παρατημένης τσάντας στο Ολυμπιακό Πάρκο και έκανε ό,τι περνούσε από τα χέρι του για να βοηθήσει τον κόσμο να απομακρυνθεί. Η βόμβα έσκασε, και για λίγο ο Τζούελ στέφθηκε ήρωας. Τα θύματα θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα αν ο κόσμος χάρη στην επιμονή του δεν είχε μετακινηθεί.
Ομως η δόξα δεν κράτησε για πολύ. Υποκινούμενο από την έλλειψη πραγματικών στοιχείων που ίσως να οδηγούσαν στη σύλληψη των πραγματικών ενόχων, το FBI κατέληξε ότι ο ίδιος ο Τζούελ είναι ο βασικός ύποπτος της υπόθεσης.
Από εκεί αρχίζει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, μια καφκική διαδρομή στην οποία εντυπωσιάζει το μέγεθος διάβρωσης της υπηρεσίας, η οποία πεπεισμένη για την ενοχή του Τζούελ προσπάθησε ακόμα και να τον παγιδέψει.
Ως σκηνοθέτης ο Ιστγουντ ανέκαθεν ενδιαφερόταν για τις ανθρώπινες σχέσεις και πράγματι, περισσότερο από καθετί τα πρόσωπα είναι εδώ που συναρπάζουν. Οι ηθοποιοί πλάθουν χυμώδεις χαρακτήρες, με πρώτο και καλύτερο τον Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στον ρόλο του Τζούελ, ενός ανθρώπου που σε όλη του τη ζωή υπήρξε στόχος κοροϊδίας και τώρα, επιτέλους, ήρθε η ώρα να ορθώσει το ανάστημά του. Δίπλα του, cool και με βαθιά αίσθηση του χιούμορ ο Σαμ Ρόκγουελ, υποδύεται τον ικανό δικηγόρο του και η Κάθι Μπέιτς (υποψήφια για Οσκαρ Β’ ρόλου) τη μητέρα του, ανίκανη να διαχειριστεί μια κατάσταση στην οποία ακόμα και τα… ταπεράκια της πρέπει να ελεγχθούν. Τέλος, ο Τζον Χαμ σε κόντρα ρόλο είναι επίσης καλός, βγάζοντας μια υπόγεια μοχθηρία ως πράκτορας του FBI που στην ουσία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι έχει δίκιο για την ενοχή του Ρίτσαρντ, ενώ ξέρει καλά ότι έχει άδικο.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr