Πολεμική περιπέτεια βραβευμένη με δύο Χρυσές Σφαίρες, σκηνοθεσίας και καλύτερης δραματικής ταινίας. Έχοντας την εμπειρία από το εναρκτήριο πλάνο στο «Spectre» (2015), ο Μέντες αποφάσισε να προεκτείνει την τεχνική του μονοπλάνου σε μια ολόκληρη ταινία. Μονοπλάνο ονομάζεται οποιοδήποτε ασυνήθιστα μεγάλης διάρκειας πλάνο, χωρίς να υπάρχει ελάχιστο χρονικό όριο. Σε ορισμένες περιπτώσεις το μονοπλάνο επιλέγεται ως κεντρική μέθοδος γυρίσματος μιας ολόκληρης ταινίας, που σημαίνει ότι αυτή γυρίζεται μονοκόμματα από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να υποστεί καθόλου μοντάζ. Την εποχή που οι ταινίες γυρίζονταν με φιλμ, το γύρισμα μιας ταινίας σε ένα πλάνο ήταν τεχνικά αδύνατο, επειδή δε χωρούσε αρκετό φιλμ στη μηχανή λήψης. Ακόμη και σήμερα όμως, που η πλειοψηφία των ταινιών (ανάμεσά τους και το «1917») γυρίζονται με ψηφιακές κάμερες, η δυσκολία του μονοκόμματου γυρίσματος ποικίλλει ανάλογα με τις χωρικές και φωτογραφικές απαιτήσεις της πλοκής.
Έτσι, αυτή η υφολογική επιλογή έχει μια τεχνική και μια αισθητική πλευρά, το πραγματικό γύρισμα σε μονοπλάνο και την εντύπωσή του. Σύμφωνα με την πρώτη μπορεί κανείς να γυρίσει όντως μια ταινία εξ ολοκλήρου σε ένα μοναδικό πλάνο, όπως συνέβη στα «Ρωσική κιβωτός» («Russkij Kovcheg», Αλεξάντερ Σοκούροφ, 2002) και «PVC- 1» (Σπύρος Σταθουλόπουλος, 2007). Κατά τη δεύτερη, μια ταινία μοιράζεται σε ολιγάριθμα πλάνα που παραμένουν ασυνήθιστα μεγάλης διάρκειας, τα οποία κατόπιν ενώνονται αδιόρατα στο μοντάζ, ώστε να σχηματίσουν την εντύπωση της ταινίας ως ενιαίου πλάνου.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν τίτλοι όπως η «Θηλιά» («Rope», Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1948), το «Μοντέλο» (Κώστας Σφήκας, 1974), το «Birdman ή Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας» («Birdman or The Unexpected Virtue of Ignorance», Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, 2014), «Ο γιος του Σαούλ» («Saul fia», Λάζλο Νέμες, 2015) και η φετινή ταινία του Μέντες.
Ο σκηνοθέτης αφιερώνει την ταινία στον παππού του και βετεράνο του πολέμου, Άλφρεντ Μέντες, από τις αφηγήσεις του οποίου εμπνεύστηκε το σενάριο που έγραψε μαζί με την Κρίστι Γουίλσον- Κερνς. Ένα σενάριο που παραβλέπει την περιπλοκότητα του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται.
Αφοσιώνεται μονόπλευρα και σχεδόν μηχανικά στην αποστολή των ηρώων του. Η πλοκή προσφέρει στον Μπλέικ και τον Σκόφιλντ ελάχιστες παύσεις αναστοχασμού, ενώ τα γνωστά ονόματα του καστ εμφανίζονται ως φευγαλέες εκπλήξεις παρά για να προσθέσουν κάτι ουσιαστικό στην πλοκή.
Επίσης, ο χαρακτηρισμός των Γερμανών με το παρατσούκλι “Ούνοι” μπορεί να είναι ιστορικά ακριβής, αλλά η μονοδιάστατη κι υποτιμητική απεικόνισή τους ως εχθρών προκρίνουν το πατριωτικό αίσθημα του σεναρίου έναντι του αντιπολεμικού. Έναν πατριωτισμό, (για τους πιο κυνικούς, ακόμη κι εθνικισμό), που ο Μέντες είχε ξεκινήσει να καλλιεργεί ήδη από την πρώτη βρετανικής θεματολογίας ταινία του, «Skyfall», και λειτουργεί ως ιδανικό αντικαταθλιπτικό για τη χώρα στην εποχή του Brexit.
Παρόλαυτά, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, η ταινία παρασύρει τον θεατή σε μια εξαιρετικά θεαματική ελεγειακή διαδρομή μέσα από την οποία αναδεικνύεται η άδικη θυσία της ζωής και της νιότης, ο φρικώδης παραλογισμός του πολέμου, παράλληλα με το αίσθημα καθήκοντος κι αφοσίωσης στην πατρίδα, στη φιλία και στους αγαπημένους που περιμένουν πίσω.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr