Εξαιρετική η δεύτερη αυτή ταινία του 27χρονου σκηνοθέτη Καντεμίρ Μπαλάγκοβ, «Ενα ψηλό κορίτσι» (βραβείο FIPRESCI και καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών). Ηρωίδες δυο νεαρές γυναίκες, που ζουν σ’ ένα κατεστραμμένο Λένινγκραντ (τη σημερινή Αγία Πετρούπολη), το 1945, λίγο μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου. Στόχος του Μπαλάγκοβ είναι να δείξει τα καταστροφικά αποτελέσματα στις δυο γυναίκες που έζησαν την πολιορκία της πόλης – με άλλα λόγια τα τραύματα ενός πολέμου που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, εξακολουθούν να έχουν τον αντίκτυπό τους και στη σημερινή Αγία Πετρούπολη.
Η ταινία αρχίζει με τη μια γυναίκα, την ξανθή Ίγια (Βικτόρια Μιροσνιτσένκο), το «ψηλό κορίτσι» του τίτλου, μια πανύψηλη γυναίκα, που εργάζεται σε νοσοκομείο, να παγώνει ξαφνικά, τραύμα του πολέμου που κάθε τόσο την αφήνει ακίνητη να τρέμει. Η Ίγια εκτός από τους ασθενείς φροντίζει κι ένα μικρό αγοράκι, που η πραγματική του μητέρα είναι η στενή φίλη της Μάσια (Βασίλισα Περελιγκίνα). Η αρρώστια της Ίγια θα οδηγήσει πολύ γρήγορα στο θάνατο του παιδιού, ενώ η Μάσια, που, όπως μαθαίνουμε, δεν μπορεί πια να κυοφορήσει, προσπαθεί να πείσει την Ίγια να γεννήσει γι’ αυτήν ένα άλλο παιδί.
Για τον Μπαλάγκοβ το Λένινγκραντ περιορίζεται στον ψυχικό κόσμο των δυο γυναικών και στους λιγοστούς κλειστούς χώρους όπου κινούνται, τα μίζερα δωμάτια που μοιράζονται σε άθλιες πολυκατοικίες με άλλους ένοικους και το νοσοκομείο όπου αυτές εργάζονται. Πρώην μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροβ, ο Μπαλάγκοβ δείχνει να έχει επηρεαστεί από το στιλ του μεγάλου αυτού «μετρ», καταφέρνοντας πάντως να δώσει τη δική του σφραγίδα στην ταινία του.
Με λεπτότητα, με ποιητική διάθεση, με ωραία, μεγάλης διάρκειας πλάνα, και μια κάμερα που επιμένει στα πρόσωπα και τις λεπτομέρειές τους, ο σκηνοθέτης καταγράφει τη ψυχολογική κατάσταση που περνάνε τα πρόσωπά του (είτε αυτή είναι η ηρωίδα του, είτε η Μάσια, είτε οι ασθενείς στο θάλαμο όπου κινούνται και βοηθάνε οι δυο γυναίκες). Δεν είναι όμως μόνο η κάμερα και η εξαιρετική σύνθεση των πλάνων που κάνουν την ταινία του συναρπαστική, μαζί και οδυνηρή, εξαιτίας των καταστάσεων που καταγράφει.
Σ’ αυτή σημαντικό ρόλο παίζουν και η μουσική και οι ήχοι, όπως αυτοί που ακούγονται όταν η Ίγια «παγώνει» (βαριές, αγχώδεις αναπνοές, αλλόκοτοι ήχοι που μοιάζουν να βγαίνουν από πολύ βαθιά μέσα της), ήχοι που εκφράζουν την αγωνία και την απόγνωσή της, μαζί οι διάφορες ωμές σκηνές, που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τα δεινά και τη φρίκη του πολέμου – η ταινία είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο «Η μη θηλυπρεπής εικόνα του πολέμου» της Σβετλάνα Αλεξέγιεβιτς. Χωρίς να ξεχνάμε τις εκπληκτικές ερμηνείες που δίνουν οι δυο πρωταγωνίστριές του, η Βικτόρια Μιροσνιτσένκο και η Βασίλισα Περελιγκίνα.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr