Από την πρώτη σκηνή της ταινίας, «1917» (Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας) δυο στρατιώτες, οι δεκανείς Μπλέικ (Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν) και Σκόφιλντ (Τζορτζ ΜακΚέι), διακόπτουν το λιγοστό ύπνο τους για να αναλάβουν την επικίνδυνη αποστολή που τους αναθέτει ο αξιωματικός του συντάγματος: να μεταφέρουν, διασχίζοντας την ουδέτερη ζώνη, και περνώντας μέσα από τα γερμανικά στρατεύματα, ένα μήνυμα σε ένα άλλο σύνταγμα για να ακυρώσει την επίθεση που ετοιμάζει γατί πρόκειται για παγίδα που θα στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες στρατιώτες.
Παρόλο που ο αξιωματικός τους διαβεβαιώνει πως τα γερμανικά στρατεύματα έχουν υποχωρήσει και η αποστολή τους δεν είναι επικίνδυνη, η πραγματικότητα, όπως πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν οι δυο στρατιώτες, είναι εντελώς διαφορετική. Το ταξίδι τους θα αποδειχτεί εφιαλτικό, μια κατάδυση στην κόλαση του πολέμου.
Δεν είναι η πρώτη φορά – και ούτε η τελευταία φαντάζομαι – που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή, για να μιλήσουμε πιο γενικά, με τη φρίκη του Μεγάλου (ή και οποιουδήποτε) Πολέμου. Από το «Δυτικό μέτωπο 1918» του Παμπστ, το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» του Μάιλστοουν και τη «Μεγάλη παρέλαση» του Κινγκ Βίντορ μέχρι τους «Σταυρούς στο μέτωπο» του Κιούμπρικ, τους «Σταυρούς στα χαρακώματα» του Λόουζι και τον «Μεγάλο πόλεμο» του Μονιτσέλι, ο κινηματογράφος μας έδωσε, με τον πιο παραστατικό και συγκλονιστικό τρόπο, τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.
Ο Μέντες (American Beauty, «Ο δρόμος της επανάστασης», «Σύρριζα») επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία του (εμπνευσμένη από διηγήσεις του παππού του που πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) μέσα από ένα εικαστικά και τεχνικά εντυπωσιακό τρόπο: χρησιμοποιώντας ένα μονοπλάνο (ή τουλάχιστο δημιουργώντας την εντύπωση), με την κάμερα να παρακολουθεί, μέσα από ένα διαρκές, ατέλειωτο τράβερλινγκ, τους δυο πρωταγωνιστές μέσα από τα χαρακώματα, από ποτάμια, από τα εγκαταλειμμένα πεδία της μάχης, με τα καμένα δέντρα και τους νεκρούς, είτε πιασμένους στα συρματοπλέγματα, είτε τα διαμελισμένα τους πτώματα, άλλοτε ακολουθώντας τους από πλάι, άλλοτε από μπροστά και άλλοτε από πίσω, σταματώντας κάθε τόσο μαζί τους, ενώ ψάχνουν ή συναντούν άλλους στρατιώτες.
Μια αφήγηση εφιαλτική μέσα από ένα διαρκές τράβελιβνγκ, που ο Μέντες το «συνδέει» έξυπνα με το επόμενο, κάνοντας τις αλλαγές σε ορισμένες επιλεγμένες στιγμές (όπως εκείνη όπου ένας από τους δυο του ήρωες λιποθυμά και πέφτει σκοτάδι, σε μια σεκάνς, πρέπει να πω, που δυστυχώς σπάει, την υπόλοιπη ρεαλιστική ατμόσφαιρα, με τον Σκόφιλντ να βρίσκεται ξαφνικά σ’ ένα χώρο που μοιάζει με δαντική κόλαση). Σκηνές που μοιάζουν περισσότερο με επίδειξη ύφους και που συχνά παρεκκλίνουν το θεατή από το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά του.
Ο μεγάλος βέβαια έπαινος ανήκει στον Ρότζερ Ντίκινς, έναν από τους μεγαλύτερους διευθυντές φωτογραφίας του παγκόσμιου κινηματογράφου, που με τη εκπληκτική χρήση της κάμερας, τους διάφορους φωτισμούς και τις ατέλειωτες κινήσεις της, δείχνει για μια ακόμη φορά τη μαεστρία του – και που αναμφισβήτητα είναι το καλύτερο στοιχείο της ταινίας.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr