Το «τρίγωνο της θλίψης» ήταν σκαληνό και άνισο, αφήνοντας ζωές ανθρώπων και χαρακτήρων… στις μοίρες
Σε ένα σύμπαν όπου οι influencers προτείνουν έναν τρόπο ζωής που δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι να υπηρετήσουν προκαλώντας θλίψη στους ακολούθους, σε μια εποχή όπου το χαμόγελο στις διαφημίσεις ταυτίζεται με φθηνό προϊόν, ενώ το εκνευρισμένο ύφος με κάθε τι premium, σε έναν κόσμο όπου το χρήμα εξισώνει τον έμπορα κοπριάς με τον επιτυχημένο τραπεζίτη και το μοντέλο με τον high tech start-upper, «το τρίγωνο της θλίψης», η ρυτίδα έκφρασης πάνω από «το παράθυρο της ψυχής» (τα μάτια) είναι ίσως το μόνο γεωμετρικό σχήμα που προδίδει την ανυπαρξία πέρα από τη μοναξιά, το δήθεν από την χαρά, τη χρυσόσκονη από τα ρινίσματα ευτυχίας.
Ο Ρούμπεν Έστλουντ για ακόμα μία φορά ξεγυμνώνει ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με τον φόβο τους. Με την «Ανωτέρα Βία» να εκθέτει τη ντροπιαστική δύναμη της επιβίωσης στην οικογένεια, το «Τετράγωνο» να ισοπεδώνει τον κόσμο της τέχνης και του δήθεν, ήταν αναμενόμενο πως στην επόμενη ταινία του θα δοκίμαζε να αντιπαραθέσει ανθρώπους του δήθεν ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, παιδείας ή θέλω. Όλα αυτά σε μη στερεό έδαφος: μια κρουαζιέρα στη μέση του πουθενά -δηλαδή το προσωπικό σημείο εκκίνησης των φιλοδοξιών τους.
Πριν όμως πάμε σε αυτό, ας γνωρίσουμε τον Καρλ (Harris Dickinson) και την Γιάγια (Charlbi Dean).
Η Γιάγια είναι μια ινφλουένσερ που παραγγέλνει μακαρονάδες -τις οποίες όμως δεν τρώει- απλά και μόνο για να φωτογραφηθεί με το πιρούνι καρφωμένο στην παπαρδέλα. Ο Καρλ είναι μοντέλο καταλόγων που επί σχεδόν 20 λεπτά επιχειρηματολογεί θερμά -εν είδη διαμάχης- για το αν η ισότητα των δύο φύλων βλάπτει τα ζευγάρια καθώς από ευγένεια αναγκάζονται οι άντρες να πληρώνουν το φαγητό της συντρόφου. Αυτοί οι δύο μπατίρηδες θα προσπαθήσουν να ενώσουν τις μιζέριες τους σε μια κρουαζιέρα. Και το κάνουν: σαν δυο ειλικρινείς κατεργαραίοι τζαμπατζήδες που με ευκολία θα οδηγήσουν έναν από το πόπολο σε απόλυση, βγάζουν φωτογραφίες που ανεβάζουν στα social media προωθώντας το ακριβό life-style όνειρο σε κάθε κλικ. Ανάμεσα σε πλούσιους σκατέμπορες (δεν κάνω πλάκα, έτσι αποκαλεί εαυτόν ένας), ανισόρροπες πλούσιες γιαγιάδες κομμωτηρίου με βιδωτά δόντια – φρίκη και έναν μαρξιστή καπετάνιο που πίνει τα «’σκώτια» του, ο προσωπικός τιτανικός καθενός έχει αρχίσει πριν το αμπάρι βάλει νερά. Τότε, σε ένα ξερονήσι, «Η Φάρμα των Ζώων» θα ξαναγραφτεί αντισυμβατικά, αφού το Αλοζανφαντελαπατρί, σαν μια στρεβλή λέξη, θα οδηγήσει το υπηρετικό προσωπικό να πάρει το αίμα του πίσω· ουτοπία και αυτό καθώς όλες οι επαναστάσεις τελειώνουν μαζί με τα πολεμοφόδια.
στορία σε τρία κεφάλαια, με την κορύφωση του δευτέρου να πνίγεται στον εμετό της, ένα κυριολεκτικό ξέρασμα που τα σκάγια παίρνουν μακιγιάζ, βλεφαρίδες, γραβάτες και «παπιγιά» ανάμεσα σε αλλοιωμένα από την κακή συντήρηση καλοστολισμένα πιάτα nouvelle cuisine. Στον εμετό και τη διάρροια είμαστε όλοι ίσοι και ισότιμα ρεζιλευμένοι όταν απρόσμενα λούσουμε ή λουστούμε από έναν άγνωστο συν-οδοι-φάγο ιδίου ή διαφορετικού οικονομικοκοινωνικού διαμετρήματος. Με το λαβράκι να αναμοχλεύεται εκκρηκτικά με τα οξέα του στομάχου, τον αρωματισμένο λεβάντα ζελέ να γλιστρά από τον λάρυγγα στο μοκασίνι και το προσωπικό να προτρέπει τους συνδαιτημόνες του καπετάνιου να συνεχίζουν να τρώνε για να μειώσουν τη ναυτία, γλιστεροί εμετοί υπερνικούν τα ξερνοβολήματα των σικ εμετατζούδων που παραδομένες στα αστραφτερά τους λούσα, εύχονται οι καλοί τρόποι στα κοντινά τραπέζια να κρατήσουν τα βλέμματα χαμηλά και τα μυστικά εντός του σαπιοκάραβου που από στιγμή σε στιγμή θα βυθιστεί.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ertnews.gr