Νεοαφιχθείς σε ψυχιατρικό ίδρυμα, εμπνέει μέσω της αντισυμβατικής του συμπεριφοράς τους υπόλοιπους τρόφιμους ώστε να επαναστατήσουν εναντίον της καταπιεστικής διοίκησης.
Είναι μάλλον ειρωνικό το γεγονός πως η εικόνα του Τζακ Νίκολσον ως Ρ.Π. ΜακΜέρφι, με το μαύρο σκούφο στο κεφάλι και το διαβολικό χαμόγελο στο πρόσωπο, έχει με τα χρόνια καταστεί συνώνυμη της… παραφροσύνης! Ειρωνικό, διότι ο ΜακΜέρφι δεν είναι παράφρων. Η τρέλα του ή μη, άλλωστε, είναι ένα από τα βασικά τρία ερωτήματα που θέτει εξαρχής η «Φωλιά του Κούκου». Και στα οποία δίνει απαντήσεις μέσω μια σκηνής, εκεί κοντά στο φινάλε, που ενέχει χαρακτήρα κλειδιού στην πλοκή της.
Η αμφιβολία περί της παραφροσύνης του ΜακΜέρφι εκφράζεται από το ξεκίνημα, και μάλιστα από τα πλέον αρμόδια χείλη. Ο Διευθυντής του ιδρύματος διερωτάται κατά πόσο ο «ασθενής» του υποκρίνεται πως είναι τρελός, μόνο και μόνο επειδή ήθελε ν’ αποφύγει τα καταναγκαστικά έργα της φυλακής όπου καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή, κρινόμενος ένοχος διά αποπλάνηση ανηλίκου. Εκείνος αντικρούει τους ισχυρισμούς μιλώντας ήρεμα και χαλαρά μαζί του, αιτιολογώντας τους λόγους που τον οδήγησαν στον εγκλεισμό. Όταν φτάνει η ώρα της πρώτης ομαδικής συνεδρίας, ο ΜακΜέρφι παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα. Η άμεση σύγκρουσή του με την νοσοκόμα Ράτσεντ τον καθιστά στα μάτια των υπολοίπων τροφίμων ως άτυπο αρχηγό τους, κι ας χάνει τις πρώτες μάχες που δίνει εναντίον της. Ούτε τους τελικούς του baseball μπορεί να δει στην τηλεόραση, ούτε την λήψη φαρμακευτικής αγωγής μπορεί ν’ αποφύγει. Παρ’ όλα αυτά, οι σπόροι της εξέγερσης έχουν φυτευτεί.
Το δεύτερο ερώτημα που θέτει το φιλμ είναι κατά πόσο η Μίλντρεντ Ράτσεντ είναι κακιά, με την πλήρη, έννοια του όρου. Η επικεφαλής νοσοκόμα του ιδρύματος εμφανίζεται ως η ενσάρκωση του κατεστημένου, που ακολουθώντας τυπολατρικά τους κανόνες της τάξης (οποιεσδήποτε και να είναι οι γύρω συνθήκες), δεν μπορεί παρά να έρθει σε αναπόφευκτη σύγκρουση μ’ έναν τύπο όπως ο ΜακΜέρφι, ο οποίος όλα όσα αυτή πρεσβεύει τα έχει γραμμένα στον… ανορθόδοξο τρόπο σκέψης του. Είναι, όμως, στ’ αλήθεια κακόβουλη ή έτσι οφείλει να δείχνει, διότι αυτή είναι η φύση της δουλειάς της;
Το τρίτο ερώτημα έχει να κάνει με την φύση της κατάλληλης (;) θεραπευτικής αγωγής των τροφίμων ενός ψυχιατρικού ιδρύματος. Οι ομαδικές συνεδρίες προσφέρουν το απόλυτο τίποτα, μιας και ουδείς εκ των ασθενών έχει τη διάθεση να μιλήσει. Και όταν το κάνει, το πλέον πιθανό είναι οι αιτιάσεις του να οδηγήσουν σε καυγάδες. Ο ΜακΜέρφι, από την άλλη, προσφέρει γλαφυρή διασκέδαση κι έναν αέρα ελπίδας. Η δική του «θεραπεία» προτάσσει συναισθηματική προσέγγιση κι ένα σχεδόν μόνιμο χαμόγελο. Ο ίδιος δεν είναι άγγελος, καθώς οι δικαιολογίες του σχετικά με τους λόγους της καταδίκης του σε φυλάκιση αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο που προσαρμόζει την πραγματικότητα σ’ αυτό που τον βολεύει, ωστόσο φαίνεται πως η καρδιά του είναι γεμάτη συμπόνια για τους τρόφιμους του θαλάμου του.
Η σκηνή του χριστουγεννιάτικου party λύνει όλες τις απορίες. Ο Ράνταλ Πάτρικ ΜακΜέρφι δεν είναι τρελός, μιας και ανά πάσα στιγμή διατηρεί πλήρη επίγνωση των πράξεών του. Η Ρέιτσελ Μέιντρεντ δεν είναι κακόβουλη από άποψη, αφού απέναντί της έχει ένα τσούρμο ενηλίκων με «ειδικές ανάγκες», στους οποίους οφείλει να συμπεριφερθεί ανάλογα. Η παρουσία του ΜακΜέρφι της προσθέτει extra άγχος στην καθημερινή της ρουτίνα, οδηγώντας την (στο φινάλε) σ’ ένα εκδικητικό παραλήρημα αυταρέσκειας, που αυτομάτως την καθιστά ως μία εκ των πλέον μισητών φιγούρων στα χρονικά του σινεμά! Κι αν για την κακία της Ράτσεντ μπορούν να υπάρχουν ενστάσεις και διχογνωμίες, περί της φύσης της πλέον κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, τέτοιες δεν δύνανται να εμφανιστούν. Ο τρόπος του ΜακΜέρφι εστιάζει στη θετική πλευρά της ζωής, ενώ εκείνος του ιδρύματος στην αρνητική. Η «μέθοδός» του κινείται απολύτως εκτός νόρμας, αντικατοπτρίζοντας την αντισυμβατικότητα του χαρακτήρα του, από την άλλη, όμως, βλέπουμε ποια είναι τα αποτελέσματα των αυστηρών κανόνων και της σχολαστικής συμπεριφοράς. Οι απειλές προς τον αθώο Μπόμπι, ο οποίος μόλις έκανε το «έγκλημα» να γευτεί ένα μικρό κομμάτι από τις απολαύσεις της ζωής, στην τυφλή υπακοή στους κανόνες πατούν. Η σπαρακτική κατάληξη της ανέμελης πράξης του, κάνουν την Ράτσεντ να μοιάζει όχι τυπολάτρης, αλλά ηθικός αυτουργός σ’ ένα έγκλημα. Το δεύτερο ίσως μπορεί να ειπωθεί και για τον ΜακΜέρφι, όσο και να ταυτιζόμαστε μαζί του στον αγώνα του ενάντια στο «σύστημα». Δεν ήταν τρελός, άλλωστε, και μπορούσε να διαισθανθεί τους κινδύνους στους οποίους έσπρωχνε τους υπόλοιπους. Αφελώς, όμως, πίστεψε πως η ισχυρή θέληση για ζωή μπορεί να υπερνικήσει τις αγκυλώσεις ενός παραιτημένου περιβάλλοντος.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ταινία αναφοράς για το αμερικανικό σινεμά της δεκαετίας του ‘70, όταν αυτό μπορούσε με μοναδικό τρόπο να συνδυάζει ουσία, εμπορικότητα και ψυχαγωγία. Πέντε βραβεία Όσκαρ (στις πέντε βασικές κατηγορίες), σκηνές ανθολογίας (από την πρώτη εμφάνιση του Τζακ Νίκολσον ως Ρ.Π. ΜακΜέρφι στο φιλμ, μέχρι την τελευταία), δεύτεροι ρόλοι για σεμινάριο διανομής και μια αίσθηση πικρής βεβαιότητας πως οι εποχές που το Χόλιγουντ μπορούσε να προσφέρει ταινίες απήχησης και ταύτισης όπως τούτη… έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr