Ο Frantisek Vlacil (1924-1999) είναι ο λιγότερο αναγνωρισμένος από τους δημιουργούς του τσεχικού νέου κύματος (Forman, Menjel, Passer, Hitylova) που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1960, πριν από τα γεγονότα της «Άνοιξης της Πράγας»: το πείραμα της εγκαθίδρυσης ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» από τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και την επακόλουθη εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας που το κατέπνιξαν.
Ο Vlacil δημιούργησε μία άτυπη «μεσαιωνική» τριλογία με τις ταινίες: «Η Παγίδα του Διαβόλου» (1961), «Η Κοιλάδα των Μελισσών» (1967) και «Μαρκέτα Λαζάροβα» (1967), που αποδεικνύουν ότι είναι ένας συνεπής στυλίστας με ξεχωριστή μαεστρία στο καδράρισμα, τη σύνθεση ιμπρεσιονιστών ταμπλό-βιβάν και τη χρήση συμβολικών τοπίων.
Η «Μαρκέτα Λαζάροβa» είναι η πιο μεγαλεπήβολη και ριζοσπαστική δημιουργία του, και έχει ψηφιστεί από τους συμπατριώτες του κριτικούς ως η καλύτερη τσέχικη ταινία όλων των εποχών. Το γύρισμα της υπήρξε πολυδάπανο και πολύχρονο στη προσπάθεια του να πετύχει το ιδανικό αποτέλεσμα, αναδημιουργώντας τον κόσμο της εποχής με μέγιστη αληθοφάνεια. Όσο για τις περίτεχνες κινήσεις της κάμερας σε συνδυασμό με την κομψότητα και συμμετρία του κάδρου, θυμίζουν έντονα δυο άλλες αριστουργηματικές ταινίες της ίδιας εποχής: το συγκλονιστικό «Είμαι η Κούβα» (1964) του Mikhail Kalatozov και το μεγαλοπρεπές μεσαιωνικό έπος «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1966) του Andrei Tarkovsky.
Η «Μαρκέτα Λαζάροβa» είναι μια ταινία-ποταμός, με διάρκεια 162 λεπτά και σύνθετη αφηγηματική δομή. Αποτελείται από δύο μεγάλες ενότητες, με τους τίτλους «Straba» και «Ο Αμνός του Θεού». Κάθε ενότητα είναι χωρισμένη σε πολλαπλά επεισόδια, πριν από τα οποία υπάρχουν μεσότιτλοι που εξηγούν την επερχόμενη δράση. Επικουρικά, ο Vlacil χρησιμοποιεί μια σειρά διαφορετικών αφηγηματικών προσεγγίσεων: ιστορίες, μονόλογοι, υποκειμενική αντίληψη, έναν παντογνώστη αφηγητή, αναδρομές και οράματα.
Βασισμένο χαλαρά στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Vladislav Vancura (του 1931), αυτό το ιστορικό έπος διαδραματίζεται στη Βοημία του 13ου αιώνα. Το θεματικό πλαίσιο της αφήγησης είναι η σύγκρουση του Χριστιανισμού με την ειδωλολατρία και η σκληρή διαμάχη για τη νομή της εξουσίας ανάμεσα στις αντίπαλες φυλές αλλά και απέναντι στον οργανωμένο βασιλικό στρατό. Οι ευγενείς της περιοχής λειτουργούν ως φατρίες διαπράττοντας ληστείες, βιασμούς ή απαγωγές στους αμαξόδρομους. Η ταινία αφηγείται τις εχθροπραξίες μεταξύ των φυλών των Kozlik και των Lazar, αλλά και τον καταδικασμένο έρωτα μεταξύ του Mikolas Kozlik και της Marketa Lazarova. Παράλληλα αναπτύσσεται άλλη μια ασύμβατη σχέση, μεταξύ της αδελφής του Mikolas, Alexandra, και του αιχμάλωτου γιου ενός σάξονα κόμη, του Kristian, ενώ η οργανωμένη θρησκεία προσπαθεί να λειτουργήσει ως πόλος κατασταλτικής δύναμης μέσω της ισχυρής παρουσίας ενός μεγαλοπρεπούς μοναστηριού.
Ωστόσο, αυτή η ταινία είναι δύσκολο να αναλυθεί και να ταξινομηθεί. Άραγε είναι μια αλληγορία για την κατάσταση της Τσεχοσλοβακίας του 1967; Μάλλον όχι. Είναι μια περιπέτεια που επικεντρώνεται στη θεαματική δράση, στη δαιδαλώδη πλοκή και στη χαρακτηρολογία; Σίγουρα όχι. Αυτό που βασικά ενδιαφέρει τον τσέχο σκηνοθέτη είναι να δημιουργήσει «καθαρό σινεμά», χωρίς επινοημένες ιδέες, χωρίς να προβάλλει ηθικά και ιδεολογικά μηνύματα. Το φιλμ είναι τολμηρό, πρωτοποριακό, στα όρια της αβάν-γκαρντ, γεμάτο εικόνες ωμής βίας∙ ταυτόχρονα όμως είναι ατμοσφαιρικό, λυρικό, ενίοτε και ποιητικό. Η αφήγηση δεν είναι πάντα συνεκτική, αλλά ο θεατής δεν πρέπει να ασχοληθεί τόσο με την πλοκή και τους χαρακτήρες όσο με τα συναισθήματα που δημιουργούν τα γεγονότα, να βυθιστεί στο σύμπαν της ταινίας για να νοιώσει μια αλησμόνητη κινηματογραφική εμπειρία. Ο Vlacil αναδημιουργεί τους φόβους, την αντιμαχόμενη φύση και τις δεισιδαιμονίες ενός πρωτόγονου λαού που δεν διαφέρει και τόσο από τα θηρία. Από την αρχική σκηνή στην οποία μια αγέλη μαύρων λύκων συγκεντρώνεται σε διάταξη επίθεσης στο πανέμορφο χιονισμένο τοπίο, μεταφερόμαστε σε ένα περιβάλλον που δονείται από αδιάπτωτη απειλή.
Ο ηχητικός σχεδιασμός της ταινίας (που πιστώνεται στον πολυγραφότατο τσέχο συνθέτη Zdenek Liska) έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς αναμειγνύονται ετερόκλητοι ήχοι: χορωδιακοί γρηγοριανοί ύμνοι, ήχοι της φύσης και ανθρώπινες κραυγές βασανισμών και θανάτων. O Vlacil δημιουργεί μια συμφωνική παραλλαγή εικόνων και ήχων, βαρβαρότητας και σκληρής ομορφιάς, αλλάζοντας τόνο και ρυθμό από το φρενήρες στο στοχαστικό, από το φρικτό στο ερωτικό, από το αποτρόπαιο στο ελκυστικό. Η παρουσία ζώων και φυτών, οι υφές της πέτρας και του φλοιού των δέντρων, του χιονιού και του βάλτου, προσκολλώνται στο βλέμμα μας, υπερισχύοντας της αφήγησης.
Στο καθηλωτικό οπτικό αποτέλεσμα συμβάλει το ιλιγγιώδες μοντάζ του Miroslav Hajek και η εκπληκτική κινηματογράφηση του Bedrich Batka με ένα ευρύ φάσμα τεχνικών: από χρήση του βάθους πεδίου, σε ακραία κοντινά πλάνα έως αντιπαράλληλες κινήσεις μέσα στο κάδρο και χρήση υποκειμενικής κάμερας.
Η «Μαρκέτα Λαζάροβα» είναι ένα βαθιά απόκοσμο, άλλοτε βάναυσο και άλλοτε εκστατικά υπερβατικό ταξίδι στην προ-πολιτισμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Μοιάζει με διαλογισμό με αμιγή κινηματογραφικά μέσα. Στην αρχή της ταινίας η Μαρκέτα τρεμοφέγγει από τρόμο. Η ανεξίτηλα αγγελική φιγούρα της σφυρηλατείται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της δεισιδαιμονίας και της θρησκείας, της αρχέγονης ζωικής και της ανθρώπινης φύσης, της βίας και του έρωτα. Στο τέλος του ταξιδιού της, το εκτυφλωτικό γέλιο της σηματοδοτεί ένα εξελικτικό βήμα για τη γέννηση ενός νέου, πιο πολιτισμένου είδους ανθρώπου.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr