Μενού

ΣΕΛΗΝΗ 66 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - Ηλίας Φραγκούλης

Η για αρκετά χρόνια έλλειψη επαφής κόρης και πατέρα (με πολλαπλή σκλήρυνση σε προχωρημένο στάδιο, πλέον) σηκώνει (;) μια τελευταία απόπειρα γεφύρωσης, ενώ ένα μυστικό στη ζωή εκείνου επαναπροσδιορίζει τον πατρικό και συζυγικό του ρόλο στο πλαίσιο μιας απόλυτα δυσλειτουργικής οικογένειας.

«Δε μιλούσαμε και ποτέ…», απαντά η Άρτεμις σε μία γυναικεία φωνή (καθώς παρακολουθούμε home videos από τα τέλη της δεκαετίας του ’90), αποκαλύπτοντας την έλλειψη οποιασδήποτε επικοινωνίας με τον πατέρα της. Σε αντίθεση με την ηρωίδα της, παραδόξως, από τα πρώτα κιόλας λεπτά του φιλμ, η Ζακλίν Λέντζου έχει μιλήσει στον θεατή. Και απαιτούσε μεγάλο θάρρος αυτό που έχει κάνει στο «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις», σε βαθμό να σε φέρνει σε άβολη θέση, να το σκεφτείς, να το αναλύσεις, να το κουβεντιάσεις. Αισθάνεσαι μια συνταρακτική αλήθεια σε τούτο το έργο. Ευτυχώς για την ίδια, είχε και την τύχη να βρίσκονται στο πλευρό της συνεργάτες / συμπαραστάτες οι οποίοι μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το «όραμά» της στη μεγάλη οθόνη, με τρόπο που επιτρέπει στην ταινία ν’ αποτελεί ένα από τα πιο σεβαστά και ξεχωριστά σκηνοθετικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών για το ελληνικό σινεμά.

1406 3

Σαν ένα «λεύκωμα» στιγμών που συγκρατεί η Άρτεμις από τη συνύπαρξή της με τον πατέρα της, όντας ένα «υποκατάστατο» νοσοκόμας περισσότερο, παρά θυγατέρας, το φιλμ ξεδιπλώνει πτυχές των δύο βασικών χαρακτήρων που σταδιακά σχηματίζουν προσωπικότητες με ψυχοσύνθεση ρεαλιστική και βαθιά τραυματική στη ραχοκοκαλιά τους. Η κατάσταση της υγείας εκείνου κάνει (ούτως ή άλλως) το διάλογο αδύνατο και το πλησίασμά τους σχεδόν ανώφελο, καθώς και οι δύο «λειτουργούσαν» για πολλά χρόνια μέσα σ’ ένα περιβάλλον σιωπής, ατολμίας, μυστικών και ψεμάτων. Μόνοι στο σπίτι, με περιστασιακές εμφανίσεις φίλων, συγγενών ή φυσιοθεραπευτών και επίδοξων «εσωτερικών» κυριών σε αποτυχημένα interviews, η Άρτεμις και ο Πάρις θα δοκιμάσουν να βρουν ή να εφεύρουν ξανά τις εξ αίματος ταυτότητές τους, «μπουσουλώντας» σαν τα βρέφη που επιδιώκουν να σταθούν στα πόδια τους. Κι εκείνη, μέσα στην απόγνωση της μοναξιάς της, θ’ αναμετρηθεί με οτιδήποτε μπορεί να σήμαινε για τη ζωή της αυτό το σπίτι, που ίσως δεν αισθάνθηκε ποτέ δικό της, μα ποτέ δεν κατάφερε και να εγκαταλείψει (από το μυαλό της) ουσιαστικά (ευρηματική η χρήση του τραγουδιού «Άσε με να Φύγω» στη σκηνή του bar, αναπάντεχα στη διασκευή με τη φωνή της Τζένης Βάνου και ουχί του original με την Αλέκα Κανελλίδου).

Σκόπιμα ή όχι, η Λέντζου μοιάζει να κάνει και μία ταξική παρατήρηση μέσω της ταινίας της. Για τα περασμένα μεγαλεία μιας αστικής τάξης που ξεπεράστηκε, αποσυντέθηκε, εξαιτίας του δυσβάσταχτου κενού στα βιώματά της, ενός απρόσωπου «time sharing» ευδαιμονίας που δεν επικοινωνούσε με τίποτε πραγματικά, δίχως εκ βαθέων ειλικρίνεια, δίχως ευθύτητα στις διαπροσωπικές σχέσεις, ακόμη και εντός του θεσμού της οικογένειας. Μιας οικογένειας με καταπιεσμένα εγώ, θέλω και ορμές. Που έπαιξε τους ρόλους της σαν παντομίμα. Κι έχασε.

Αφηγηματικά και στιλιστικά, η Λέντζου ψάχνει να βρει την κινηματογραφική της γλώσσα (και φόρμα), «σέρνεται» κι αυτή μέσα από τραύματα, ανασφάλειες, μια ανάγκη εξωτερίκευσης που εκφράζεται μέσα από τη διέξοδο του φιλμικού κάδρου (χαρακτηριστική στιγμή, η παραμορφωμένη από έναν μεγεθυντικό φακό εικόνα του εσωτερικού του σπιτιού, ένα «θολό» περιτριγύρισμα σ’ έναν χώρο τόσο οικείο και ξένο μαζί) και φτάνει μέχρι το… σμπαράλιασμα (#diplhs) της κορύφωσης, μιας αφτιασίδωτης συναισθηματικής κάθαρσης που τρέμει ολάκερη από το ξέσπασμά της. Κι ενώ ένα «Τι θα γίνει μετά;» πλανάται στην ατμόσφαιρα (ως το φεγγάρι!), το σκοτάδι και η σιωπή μερικών δευτερολέπτων φέρνουν έξαφνα την ιδιοφυή «κατακλείδα», ένα τραγουδιστικό φινάλε (στα end credits) που λυτρώνει ακόμη κι εκείνους που ποτέ δεν βρήκαν… τις λέξεις. Η Λέντζου βρήκε (επιτέλους) τον τρόπο να πει αυτά που ήθελε. Και σίγουρα δεν ήταν εύκολο.

1406 5

Last but not least, οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας. Μια Σοφία Κόκκαλη που ισορροπεί με κουράγιο στην εμψύχωση του προσωπικού οράματος της Λέντζου, κάπου ανάμεσα στο τσαμπουκαλεμένο εφηβικό θράσος που δε λέει να παραιτηθεί και στην ευθραυστότητα του ηττημένου της πραγματικής ηλικίας. Τα πάντα δοσμένα με φόβο από το μέσα, που ενστικτωδώς τολμά και να «στουκάρει» στο έξω. Μια αληθινή αποκάλυψη (όχι ότι περίμενα ποτέ κάτι λιγότερο από εκείνη), η Κόκκαλη λες και ωριμάζει μαζί με τον ρόλο της. Πλέον, (θεωρώ πως είναι) έτοιμη να «φθαρεί» διαφορετικά υποκριτικά και να ξανοιχτεί στο τόσο πλούσιο δημιουργικά πάνθεον της Τέχνης που υπηρετεί. Κατ’ ευχήν. Όσο για τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, θα πω μονάχα ότι (με μια ανόητη αφέλεια) ρώτησα τον Μάκη Γαζή (με επαγγελματισμό υπεύθυνο για το casting του φιλμ) πού βρήκε… άνθρωπο με πολλαπλή σκλήρυνση και τέτοιες ερμηνευτικές δυνατότητες για να υποδυθεί τον ρόλο του πατέρα!

Μπορεί το «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» να εγκαινιάζει μια μετα-λανθιμική περίοδο για τον ελληνικό κινηματογράφο, πιο εξομολογητική σε ανάγκη προσέγγισης, που (θα) επιτρέπει στη μυθοπλασία να επικοινωνεί με τον ψυχισμό και την εσωτερικότητα του κοινού το οποίο (θα) έχει τα κότσια ν’ αναμετρηθεί και να ταυτιστεί «θεραπευτικά» μαζί της; Μπορεί να σπάσει αυτός ο… «κυνόδοντας» (#diplhs) και ν’ απελευθερωθούμε (ξανά) προς κάτι καινούργιο; Νομίζω πως η Λέντζου κάνει ένα πρώτο, γενναίο βήμα. Αναμένω με αγωνία τη συνέχεια (και τους επόμενους, φυσικά)…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου αποτελεί μία ψυχολογικά φορτισμένη δοκιμασία θέασης. Και (ελπίζω να) βάζει μια τελεία στον αυτισμό του αποκαλούμενου «weird» (μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ την εξαιρετική καλλιτεχνική πορεία του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά τους φθονερούς «μιμητές» του). Δεν είναι mainstream. Αλλά χρειαζόμαστε αυτά που λέει. Και έχει να πει. Σε θεατές που έχουν τη θέληση να γίνουν αποδέκτες ενός τέτοιου σινεμά. Και να νιώσουν. Στο σινεμά.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module