Μενού

ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ - Νίκος Παλάτος

Γερμανός ομοφυλόφιλος μπαινοβγαίνει στα σωφρονιστικά ιδρύματα της πατρίδας του εξαιτίας της Παραγράφου 175 του ποινικού κώδικα, σύμφωνα με την οποία οι gay τιμωρούνται. Θα μπορέσει ποτέ να βρει τον δρόμο προς την ελευθερία και με ποιο τίμημα;

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και «Το Τηλεφώνημα που Σκοτώνει» (1961) του σκηνοθέτη Mπέιζιλ Ντίαρντεν, όπου ακούστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του αγγλικού κινηματογράφου η λέξη «ομοφυλόφιλος», μέχρι το οσκαρικό «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» (1985) του Έκτορ Μπαμπένκο, η ομοφοβία και το συνεπακόλουθο κυνήγι gay «μαγισσών» έχει απασχολήσει πολλάκις την κινούμενη πέρα από τα στενά όρια του queer cinema διεθνή παραγωγή. Ο Αυστριακός σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Μάιζε, με τούτη τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του, καταπιάνεται με μια μάλλον άγνωστη στο πλατύ κοινό ομοφοβική πραγματικότητα που βίωνε η Γερμανία (με τη βούλα και το Νόμο!), τουλάχιστον μέχρι το 1970. Ως ανάδειξη μιας ξεχασμένης στη λήθη του χρόνου συνθήκης, η «Μεγάλη Απόδραση» στέκει ικανοποιητικά, στα στενά (έστω) όρια ενός φυλακόβιου δράματος. Ως μια πολυεπίπεδη ματιά, όμως, τόσο σε πολιτικό, όσο και κοινωνικό πλαίσιο, στα πρότυπα των δύο προαναφερθέντων τίτλων, περισσότερο απογοητεύει. Και με το φινάλε της σε κάνει να σαστίζεις.

1294 4

Ο Μάιζε ξεκινά την αφήγηση από τα 1969, συστήνοντας τον Χανς, έναν ομοφυλόφιλο ο οποίος αφού συνελήφθη για ανάρμοστες ερωτικές περιπτύξεις σε δημόσιο χώρο, στέλνεται να εκτίσει εικοσιτετράμηνη ποινή φυλάκισης. Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται σε καθεστώς εγκλεισμού, καθώς μέσω αναδρομής στο παρελθόν πληροφορούμαστε πως εν έτει 1945, ο Χανς όχι μόνο ήταν ξανά τρόφιμος σωφρονιστικού ιδρύματος, αλλά εξέτιε το υπόλοιπο της ποινής που του είχε απομείνει από τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης! Σταθερά δίπλα του στις δύο αυτές χρονικές περιόδους βρίσκεται ο Βίκτωρ, ένας καταδικασμένος σε ισόβια δολοφόνος, με τον οποίο ο Χανς αναπτύσσει μια περίεργη σχέση, που αν και ξεκινά από την αποστροφή, παίρνει σταδιακά τον δρόμο του αλληλοσεβασμού.

Αναπτύσσοντας τη σχέση των δύο ανδρών στις αντίστοιχες διαφορετικές εποχές, ο Μάιζε χτίζει την προσμονή για το μέλλον αυτών των εκ διαμέτρου αντίθετων (φαινομενικά) ηρώων. Ο Χανς με τις αθώες για τον κόσμο της φυλακής σκέψεις και ο Βίκτωρ με την ευθύτητα του, τις νουθεσίες του και τις εξαρτήσεις του από τα ναρκωτικά, πλάθουν ένα (στα όρια του τυπικού για δράμα εγκλεισμού) κόντρα δίπολο, που από κάποια μισόλογα, αλλά και την υποψία που προκύπτει από τη σταθερά της φυλακής, αντιλαμβάνεσαι πως (μπορεί) στην πάροδο των είκοσι τεσσάρων ετών να έχει κάποια ουσιαστική εξέλιξη. Όταν κάπου μετά το μέσον της διάρκειας του φιλμ προκύπτει και τρίτη χρονική περίοδος φυλάκισης (από τα 1957) για αμφότερους τους δύο ήρωες, σοβαρά σύννεφα μαζεύονται πάνω από τούτη την «Απόδραση». Η αφήγηση αρχίζει ν’ ανακυκλώνει τις ίδιες ιδέες (δημιουργώντας παράλληλα μια όχι και τόσο ευπρόσδεκτη «αγωνία» περί πιθανής ύπαρξης επιπλέον χρονιάς από τη ζωή του Χανς στις φυλακές), εξαντλώντας την ιδέα της απομόνωσης και τις ατελείωτες βόλτες στο προαύλιο, ποντάροντας ανοιχτά πια στην τραγικότητα της φιγούρας του (μέσω του κλασικού πρώτου έρωτα…), βάζοντας στην άκρη την αλληλεπίδραση του με τον Βίκτωρ, όπως άφηνε αρχικά να εννοηθεί πως έστεκε ως βασικό της μέλημα.

1294 1

Η απεικόνιση της gay σεξουαλικότητας δίνεται μ’ έναν ειλικρινέστατο (και ενίοτε ωμό) τρόπο που σπάνια συναντάται στο σύγχρονο σινεμά (του πιο mainstream ύφους, τουλάχιστον), η αφηγηματική οδός που επιλέγεται, όμως, στέκει άκρως αποσπασματική, ώστε να πλαισιώσει κατάλληλα την επιχειρούμενη εντιμότητα των «φυλακόβιων» ανδρικών σχέσεων. Η απελπισία, μαζί με την από ενός σημείου κι έπειτα αποδοχή από πλευράς Χανς, πως είναι καταδικασμένος να περάσει όλη του τη ζωή σαν ένας κοινός εγκληματίας του ποινικού δικαίου (ενώ μόνο τέτοιος δεν είναι), δε συγχρωτίζεται ποτέ με τις όποιες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της εκάστοτε (εκτός φυλακής) εποχής. Ο έξω κόσμος μπαίνει στην ταινία με την κατάργηση της Παραγράφου 175, προσφέροντας ένα άκρως απογοητευτικό φινάλε, το οποίο αναδύει προβληματισμό συμβολικού επιπέδου για… παιδάκια του δημοτικού. Προσωπικά, σάστισα με την αφέλεια αυτής της κλιμάκωσης (που συν τοις άλλοις νομίζεις πως τελειώνει… τρεις φορές, προτού ρίξει τίτλους τέλους οριστικά), κάνοντάς με ν’ αναπολήσω την ελαφρότητα του «I Love You Phillip Morris» (2009). Εκείνο έμενε πιστό στους στόχους που εξαρχής έθετε. Δεν πετούσε πέτρες για να ξεσκεπάσει (δήθεν) την υποκρισία της κοινωνίας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δράμα με βλέψεις ξενόγλωσσου Όσκαρ (βρίσκεται στη shortlist ως αυστριακή υποψηφιότητα), που φέρνει στην επιφάνεια μια άγνωστη πτυχή της συντηρητικής μεταπολεμικής Γερμανίας. Καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ομοφοβία, υπό το πρίσμα ενός ενίοτε συγκινητικού πορτρέτου έγκλειστης αρρενωπότητας, με κύριο όπλο τις ερμηνείες (ειδικά του Ρογκόφσκι) και όχι την αφήγηση. Αυτή σταδιακά βαλτώνει εντός του χρονικού χάσματος των διαφορετικών εποχών. Πριν γκρεμιστεί συθέμελα… σαν βγει απ’ αυτή τη φυλακή.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module