Μενού

ΑΖΟΡ: Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ - Γιάννης Ζουμπουλάκης

«Αζόρ» είναι ένα είδος γερακιού καθώς επίσης μια έκφραση που χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα και που κατά κάποιο τρόπο σημαίνει «κάτσε στ’ αυγά σου», «μείνε ήσυχος», ή αν θέλετε «πρόσεξε τι λες για να μην γίνεις μάρτυρας του τρόμου.» Ενας συνδυασμός όλων των παραπάνω αντανακλάται στο θαυμάσιο ντεμπούτο στην σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας του Αργεντίνου σκηνοθέτη Αντρέας Φοντάνα, τον οποίο σίγουρα θα ξανακούσουμε. 

Σε ήρεμους τόνους, αν και καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας νιώθεις μια ανησυχία λες και η όλη ιστορία βρίσκεται διαρκώς στην φωτιά (και όντως αυτό συμβαίνει), ο Φοντάνα ακολουθεί τον κεντρικό ήρωά του, έναν ήπιο Ελβετό τραπεζίτη ονόματι Ιβάν Ντε Βιλς (ο Φαμπρίτσιο Ροτζιόνε με έναν «αέρα» Ντανιέλ Οτέιγ), ενώ διασχίζει την Αργεντινή της δεκαετίας του 1980, την εποχή που η χώρα βρισκόταν υπό το δικτατορικό καθεστώς του Νέλσον Βιντέλα και εκεί συνέβαιναν θηριωδίες στον απλό κοσμάκη.

Ο τραπεζίτης εκπροσωπεί μια ιδιωτική τράπεζα της τζετ σετ κοινωνίας, δημιούργημα του παππού του, η οποία ωρίμασε στα χέρια του πατέρα του. Ο ίδιος, η τρίτη γενιά, ήταν ως τώρα άνθρωπος του γραφείου, επιτελικός, ένας τεχνοκράτης που ασχολείτο μόνο με τα νούμερα. Όμως η εξαφάνιση του Κις, του ταλαντούχου  εκπροσώπου της τράπεζας στην Αργεντινή, έχει αναγκάσει τον Ντε Βιλς να βγει στο «πεδίο δράσης», να  επισκεφτεί την χώρα μαζί με την γυναίκα του (Στεφανί Κλο) και να αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες προκειμένου να τους έχει ικανοποιημένους στο πλευρό του. Παράλληλα βέβαια, το μυστήριο της εξαφάνισης του Κις παραμένει, ενώ ένα άλλο μυστηριώδες όνομα, Λαζάρο, προκύπτει διαρκώς μπροστά του. Οσο για την γυναίκα του, αυτή τελικά αποδεικνύεται ο ιδανικός σύμβουλος του συζύγου της.

Η γνωριμία του Ντε Βιλς με τους πελάτες της τράπεζας, είναι βεβαίως η ραχοκοκαλιά αυτής της ταινίας, γινόμαστε μάρτυρες ενός αθόρυβου οργίου διακίνησης ύποπτου, βαμμένου με αίμα χρήματος, διακινητές του οποίου είναι κυρίως ο στρατός και η Καθολική εκκλησία. Η ταινία είναι γυρισμένη με φόντο χαμηλού φωτισμού σαλόνια της ελίτ, μπαρόκ λέσχες πολυτελείας, πανάκριβα εστιατόρια και αριστοκρατικά ξενοδοχεία, πλούσιες εκτάσεις εκατοντάδων στρεμμάτων με άλογα και πισίνες. Ο σπόρος του πολιτισμού και της κουλτούρας («στον Μπόρχες άρεσε η Γενεύη γιατί είναι μια πόλη που δεν αλλάζει ποτέ» ακούμε από κάποιον αριστοκράτη) εναρμονίζεται με την χυδαία εκμετάλλευση και το εμετικό πλιάτσικο. Οι συμφωνίες γίνονται στην σκιά και με ψίθυρους, ο Ντε Βιλς στην σταδιακή μετάλλαξη του σε πεινασμένο αρπακτικό, μοιάζει με ήρωα του Φραντς Κάφκα και το ταξίδι του μια διαδρομή προς την κόλαση όχι ανόμοια με εκείνη του λοχαγού Γουίλαρντ στην «Αποκάλυψη τώρα!» του Φράνσις Κόπολα, μόνο που εδώ ο πόλεμος δεν γίνεται με βόμβες ναπάλμ αλλά με αριθμούς τεράστιων ποσών.

Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr

 

Smart Search Module