Μενού

BELFAST - Γιάννης Ζουμπουλάκης

Χρειάστηκε να περάσει μισός περίπου αιώνας ώστε σύμφωνα με τον ίδιο τον Κένεθ Μπράνα, ο τελευταίος να βρει τον σωστό τόνο και να μιλήσει για την δική του ιστορία, κάτι που έκανε με αδιαμφισβήτητη επιτυχία στο «Belfast», την πιο προσωπική δημιουργία του και πολύ πιθανόν την καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του. Γόνος της εργατικής τάξης, ο Μπράνα γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1960 και σε ηλικία εννιά ετών, όπως συμβαίνει με το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, τον Μπάντι (Τζουντ Χιλ) αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, πεδίο μάχης πλέον με τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Οπως βλέπουμε και στην ταινία, η κανονικότητα στην ζωή εκείνη την εποχή ήταν πια αφόρητη στο Μπέλφαστ, το σπίτι του Μπάντι είναι (κυριολεκτικά) αποκλεισμένο από τα οδοφράγματα την ώρα που ο πατέρας του (Τζέιμι Ντόρναν) είναι αναγκασμένος να λείπει διαρκώς, αφού βρίσκει δουλειά μόνο «απέναντι» στο Μεγάλο Νησί, την Αγγλία. Όμως το παιδί δεν παύει να είναι παιδί και σε αυτόν τον γοητευτικό κόσμο του παιδιού εμβαθύνει ο Μπράνα ακτινογραφώντας τις συνθήκες – συγχρόνως ρεαλιστικές αλλά και μαγικές λόγω της αγάπης του για το σινεμά – κάτω από τις οποίες το παιδί μεγαλώνει.

1384 2

Με την χρήση του ασπρόμαυρου (ίσως επειδή οι αναμνήσεις μας έχουν μια ασπρόμαυρη απόχρωση) αλλά και του έγχρωμου όπου κρινόταν απαραίτητο και με την διαπεραστική, τόσο χαρακτηριστική φωνή του σπουδαίου Βαν Μόρισον στα τραγούδια που κυριαρχούν ως ηχητικό φόντο, ο Μπράνα τιμά με ουσιαστικό τρόπο τους μαχητές γονείς (του), που παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζαν είχαν ως προτεραιότητα την ενωμένη οικογένεια, που σαν μια γροθιά μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Οι πιο όμορφες σκηνές αυτής της τόσο τρυφερής και ποτέ «μελιστάλακτης» ταινίας, είναι οι σκηνές του δρόμου, της γειτονιάς, όπου βλέπουμε την ανθρωπιά να κυριαρχεί μέσα από απλές καθημερινές καταστάσεις, όπως εξάλλου οφείλει να συμβαίνει. Πολυθρόνες και τραπέζια στον δρόμο, ποδόσφαιρο, ψιλο κουτσομπολιό, φλερτ με το κορίτσι του απέναντι σπιτιού, ο παππούς (Κίαρον Χάιντς), η γιαγιά (Τζούντι Ντεντς) και φυσικά η μάνα (Κατρίνα Μπαλφ), η πραγματική ψυχή της ταινίας: ένας φύλακας άγγελος έτοιμος  ανά πάσα στιγμή να πέσει ατρόμητα στην φωτιά για τα παιδιά της (η σκηνή βανδαλισμού στο σούπερ μάρκετ όπου η μάνα αναγκάζει τον Μπάντι να επανατοποθετήσει το σαπούνι πλυντηρίου που το παιδί είχε πάρει ως λάφυρο σε αφήνει κόκαλο).

Δεν είναι τυχαία η φόρα που είχε αυτή η ταινία στις Χρυσές Σφαίρες των καλύτερων του 2021 όπου πήρε επτά υποψηφιότητες κερδίζοντας το πρωτότυπου σεναρίου γραμμένου  φυσικά από τον Μπράνα. Και είναι πολύ πιθανόν ο τίτλος «Belfast» να ακουστεί και στα Οσκαρ 2022, οι υποψηφιότητες των οποίων ανακοινώνονται την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου. Ανεξαρτήτως βραβείων και άλλων διακρίσεων όμως, η ταινία από μόνη της αξίζει την προσοχή μας γιατί έχει την μαγιά ενός γνήσιου feelgoodmovieόπου τίποτα δεν παρουσιάζεται επιτηδευμένα ωραιοποιημένο.

Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr

 

Smart Search Module