Μενού

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ - Θόδωρος Γιαχουστίδης

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί...
Ο μπαμπάς θα λείψει σε ταξίδι για δουλειές

Ο Uberto Pasolini γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1957 στη Ρώμη. Παρά το γεγονός ότι το επίθετό του παραπέμπει στον διάσημο συμπατριώτη του σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini, δεν έχει κάποια συγγενική σχέση μαζί του. Αντιθέτως, είναι ανιψιός ενός άλλου τεράστιου Ιταλού σκηνοθέτη: του Luchino Visconti. Είναι παντρεμένος με την Rachel Portman, την πρώτη γυναίκα που κέρδισε βραβείο Όσκαρ για τη σύνθεση μουσικής σε ταινία! Και είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους παραγωγούς μιας από τις πιο σημαντικές βρετανικές ταινίες όλων των εποχών: του «Άντρες με τα όλα τους» (The Full Monty, 1997).!

Το Για πάντα κοντά σου είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Pasolini. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες «Machan» (2008) και «Ξεχασμένες ζωές» (Still Life, 2013), η οποία είχε διανομή στην Ελλάδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας του 2020, όπου είχε λάβει μέρος στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος, επίσης διαγωνιστικό τμήμα, «Orizzonti».

1379 3

Η υπόθεση: Ο Τζον είναι ένας 35χρονος άνδρας, που ζει στο Μπέλφαστ κι εργάζεται ως καθαριστής τζαμιών. Από τη στιγμή που η σύντροφός του τον εγκατέλειψε κι επέστρεψε πίσω στην πατρίδα της, τη Ρωσία, ο Τζον μεγαλώνει μόνος του τον γιο του(ς), τον Μάικλ, που είναι μόλις τεσσάρων ετών. Όταν ο Τζον διαγιγνώσκεται με μια ανίατη αρρώστια, που του αφήνει μονάχα λίγους μήνες ζωής, προσπαθεί να βρει μια καινούργια, τέλεια οικογένεια για τον Μάικλ, αποφασισμένος να τον προστατεύσει από την φριχτή πραγματικότητα, όταν ο ίδιος θα έχει πια «φύγει». 

Παρά την αρχική του σιγουριά, ο Τζον αρχίζει να έχει ολοένα και μεγαλύτερες αμφιβολίες σχετικά με το τι ψάχνει σε μια τέλεια οικογένεια. Πώς μπορεί να κρίνει ποια είναι η ιδανική οικογένεια για τον γιο του μετά από μόλις μια σύντομη συνάντηση; Ξέρει αρκετά καλά το παιδί του, ώστε να κάνει μια τέτοια επιλογή γι’ αυτόν; Καθώς ο Τζον αγωνίζεται να βρει την πιο σωστή απάντηση, φτάνει στο σημείο να εξετάσει επιλογές που αρχικά του φαινόταν εντελώς ακατάλληλες.

Η άποψή μας: «Where you headed cowboy?». «Nowhere special». «Nowhere special. I always wanted to go there». Ο παραπάνω διάλογος ακούγεται στο φινάλε της σπουδαίας ταινίας του Mel Brooks «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» (Blazing saddles) από το πολύ πολύ μακρινό 1974! Δεν ξέρω αν ο σκηνοθέτης, με τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας, επιθυμεί να κάνει μια αναφορά σε εκείνη την ξεκαρδιστική κωμωδία, αλλά έχει ενδιαφέρον αν μη τι άλλο να επιχειρήσει κανείς την αποκρυπτογράφηση του συγκεκριμένου τίτλου. Nowhere special. Είναι το... επέκεινα στο οποίο οδηγείται ο Τζον; Είναι η ζωή την οποία ζει; Είναι αυτό που επιθυμεί για τον γιο του; 

Το Nowhere Special υποδηλώνει μια ελαφρότητα στην αντιμετώπιση των πραγμάτων, η οποία η αλήθεια είναι απαραίτητη στην περίπτωση τούτης της ταινίας, μιας που το θέμα της αν μη τι άλλο είναι «βαρύ». Να γνωρίζεις ότι πεθαίνεις, να τα έχεις βρει με την ιδέα αλλά και με τον εαυτό σου, και το μόνο που πραγματικά σε νοιάζει να είναι η εξασφάλιση ενός όσο το δυνατόν καλύτερου μέλλοντος για το παιδί σου, που δεν θα έχει κανέναν πια στον κόσμο μετά την απουσία σου. Στενάχωρο θέμα, όπως και να το πιάσει κανείς. Ευτυχώς, ο δημιουργός της ταινίας φροντίζει να μην αρμέξει τους δακρυϊκούς μας αδένες. 

1379 4

Επίσης, αφήνει τα σχετικά με την αρρώστια στα απολύτως απαραίτητα. Καλά καλά δεν γνωρίζουμε από τι πεθαίνει ο ήρωάς μας. Οπότε ούτε δύσκολες σκηνές σε νοσοκομεία, με γιατρούς, με κρίσεις πόνου, με όλα όσα μπορούν να κάνουν hook στους θεατές και να τους τσιγκλίσουν συναισθηματικά. Και ο βασικός πρωταγωνιστής, ο James Norton, με μια υποδειγματική, εσωτερική ερμηνεία, δεν «κραυγάζει» τον πόνο του, δεν υπερβάλλει, δεν εκβιάζει. Είναι αγχωμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος (γι' αυτό και η σκηνή με τον μαλάκα πελάτη, που συνέχεια τον κρίνει, στον οποίο εντέλει αντιδράει, ακριβώς για να εκτονώσει μέρος της συσσωρευμένης πίεσης) αλλά αντιμετωπίζει την κατάσταση με αξιοπρέπεια και με αληθινή αγωνία για την τύχη του γιου του. Παιδί που μεγάλωσε με ανάδοχες οικογένειες και ο ίδιος, νομίζει πως θα είναι εύκολη η επιλογή της κατάλληλης οικογένειας για τον Μάικλ. 

Αμ δε. Στις πολλές επισκέψεις στις διάφορες υποψήφιες οικογένειες (οι σκηνές αυτές έχουν κάτι το τόσο αληθινό, σαν να είναι βγαλμένες από ντοκιμαντέρ) ο Τζον βλέπει παντού καλές προθέσεις (ή σχεδόν παντού – υπάρχει και η περίπτωση της νευρωτικής τύπισσας, που αναγκάζει τον σύζυγό της να ζητήσει πίσω από τον πιτσιρίκο το λούτρινο κουνελάκι, δηλαδή, ήμαρτον), κάτι που δυσκολεύει την επιλογή του. Θέλει τόσα πολλά να πει στον πιτσιρίκο, τόσα πολλά να του μάθει. Γυρνάει ψόφιος από τη δουλειά αλλά πάντα διαθέτει χρόνο και μια αγκαλιά για τον Μάικλ. Και είναι αυτά τα μικρά, τα σχεδόν μη ανιχνεύσιμα στοιχεία, όπως το πως πατάμε το φανάρι για να περάσουμε μια διάβαση, που έχουν τόσο μεγάλη σημασία. 

Εντωμεταξύ, ο πιτσιρίκος που ερμηνεύει τον Μάικλ, ο Daniel Lamont, είναι τρομερός. Τα τεράστια, εκφραστικά του μάτια, συμπυκνώνουν στο βλέμμα τους όλα όσα εκατομμύρια λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν. Τον πόνο, την απελπισία, αλλά και την απέραντη αγάπη για τον πατέρα του. Δείτε τη σκηνή όπου ο μικρός, με έναν μαρκαδόρο, προσπαθεί να μαρκάρει στο χέρι του και να αντιγράψει το τατουάζ που έχει ο πατέρας του. Μια τόσο δα μικρή σκηνή, τόσο γεμάτη με συναίσθημα. Ναι, λοιπόν, η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο. Και μπορεί ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου να μην είναι something special στην τελική, τις πολύ special απαντήσεις πάντως τις δίνει πάντοτε η ίδια η ζωή. 

Το σενάριο της ταινίας, να το σημειώσουμε κι αυτό, βασίζεται σε ένα άρθρο εφημερίδας, που διάβασε ο σκηνοθέτης, κι αφορούσε έναν νεαρό άνδρα, ο οποίος terminally ill που λένε στην Ιγκλετέρα, επισκέπτονταν πιθανές ανάδοχες οικογένειες για τον πιτσιρίκο υιό του.

 

Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr

Smart Search Module