Μενού

ΠΙΤΣΑ ΓΛΥΚΟΡΙΖΑ - Γιάννης Ζουμπουλάκης

Αν η νοσταλγία και μόνο ήταν το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της τελευταίας ταινίας του Πολ Τόμας Αντερσον – η οποία διεκδικεί αρκετά βραβεία στις Χρυσές Σφαίρες και σίγουρα θα ακουστεί στα προσεχή Οσκαρ- , τότε πιθανότατα το αποτέλεσμα να ήταν αν όχι απαραιτήτως βαρετό, σίγουρα γλυκανάλατο όπως συνήθως συμβαίνει με τις ταινίες nostalgia. Όμως όχι. Μέσα από μια εντελώς ανορθόδοξη ρομαντική ιστορία, ειπωμένη με ζεστασιά και χαλαρότητα, ο σκηνοθέτης του «Θα χυθεί αίμα» και της «Αόρατης κλωστής», αποπειράται να μεταφέρει τις δικές του εφηβικές αναμνήσεις, χωρίς απαραιτήτως να φαίνεται ότι τις νοσταλγεί.

Απλώς τις χρησιμοποιεί ως φόντο για την αφήγηση και αφήνει εμάς να αποφασίσουμε αν το τότε ήταν όντως ομορφότερο από  το σήμερα, ή αν το τότε, τελικά δεν έχει και τόση σημασία * εξυπηρετεί  απλώς τον χρόνο της ιστορίας. Φυσικά και βγαίνει μια νοσταλγία από την ταινία, αυτή όμως βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα και δεν αφορά τον θεατή παρά μόνο τον δημιουργό της.

1374 2

Το «τότε» είναι το 1973, ο χώρος είναι το Λος Αντζελες και τα κεντρικά πρόσωπα δύο: ένας όχι ακριβώς συνεσταλμένος αλλά σίγουρα – και παρά την φαινομενική άνεσή του – αμήχανος έφηβος, ο Γκάρι (ο Κούπερ Χόφμαν, γιός του ηθοποιού Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν τον οποίο και θυμίζει και ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Αντερσον) και η μεγαλύτερή του Αλάνα (η Αλάνα Χάιμ του ποπ γκρουπ, Haim). Στο πρώτο πλάνο της ταινίας ο Γκάρι «την πέφτει» στην Αλάνα αλλά μέχρι το τελευταίο, η απορία για το αν αυτοί οι δυο θα κάνουν τελικά σχέση εκκρεμεί.

Είναι μια σχέση που χοροπηδά σαν τρελή στο μεσοδιάστημα, δηλαδή σε ολόκληρη την ταινία που είναι μια σύνθεση εικόνων, αναμνήσεων, αληθινών και μη προσώπων και καταστάσεων που φτιάχνουν το κλίμα της εποχής: από την καθημερινότητα και τα ήθη που τότε διαμορφώνονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέχρι την μόδα (το στρώμα με το νερό ας πούμε παίζει σημαντικό ρόλο, όπως και τα φλίπερ), την μουσική και την πολιτική σκηνή της.

Όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», έτσι και ο  Αντερσον, εδώ,  με παιχνιδιάρικο τρόπο και ένα τρυφερό κλείσιμο του ματιού συνδυάζει την αλήθεια με το ψέμα. Στο σύντομο πέρασμά του, ο Σον Πεν για παράδειγμα υποδύεται τον ηθοποιό Γουίλιαμ Χόλντεν, ο οποίος όμως εδώ λέγεται Τζακ Χόλντεν. Ο ίδιος κάνει αναφορά στην Γκρέις Κέλι χρησιμοποιώντας το κανονικό όνομά της αλλά και στην ταινία που είχαν παίξει μαζί, τις «Γέφυρες του Τόκο Ρι» που όμως αναφέρονται ως «Οι γέφυρες του Τόκο Σαν».

Και ύστερα υπάρχει και το πέρασμα του Μπράντλεϊ Κούπερ που υποδύεται έναν «τρελαμένο» τύπο, τον παραγωγό Τζον Πίτερς με τον οποίο είχε μια σύντομη, θυελλώδη σχέση η Μπάρμπρα Στράιζαντ. Κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν τον καμβά αυτής της αγαπησιάρικης, ήσυχης ταινίας από έναν σκηνοθέτη που νιώθει μεγάλη εκτίμηση για τα seventies, όπως είχε φανεί τόσο στις «Ξέφρενες νύχτες» που τον καταξίωσαν όσο και στο παραγνωρισμένο «Εμφυτο ελάττωμα».

Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr

 

Smart Search Module