Πρωταγωνιστής στην όμορφη αυτή, συγκινητικη, βουτηγμένη σε μια ποιητικη ατμόσφαιρα, ταινία, είναι ένα γουρούνι, η Γκούντα και τα καμιά 12ριά γουρουνάκια της από τη στιγμή που γεννιούνται. Ο εθνογραφικός κινηματογράφος, ιδιαίτερα στο χώρο του ντοκιμαντέρ π, είναι ένας κινηματογράφος που καταγράφει την αλήθεια με όσο το δυνατό λιγότερη παρέμβαση. Κινηματογράφος που ξεκίνησε στη δεκαετία του ‘30, με το έργο της Margaret Mead για να συνεχιστεί στη δεκαετία του ‘60, με τον κινηματογράφο, όπως ονομάστηκε, «της παρατήρησης», με τις ταινίες των Γάλλων Ζαν Ρους, Εντγκάρ Μορέν και Κρις Μαρκέρ, που επαναπροσδιόριζαν τους κανόνες και τους ρόλους του κινηματογραφιστή.
Σε ένα τέτοιο χώρο κινείται και ο, πολυβραβευμένος για τα διάφορα ντοκιμαντέρ του, Ρώσος σκηνοθέτης Βίκτωρ Κοσακόφσκι, δημιουργού του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ «Aquarela» (2018), γύρω από το λιώσιμο των πάγων στη Γροιλανδία και τη Σιβηρία. Στη «Guda», η κάμερά του (με τον ίδιο συχνά να την κρατάει), χαμηλά στο επίπεδο της πρωταγωνίστριας του (με ένα στιλ που μου θύμιζε εκείνο του Ιάπωνα Γιασουτζίρο Όζου), με τη μαυρόασπρη φωτογραφία της, παρακολουθεί από κοντά τη συμπαθητική γουρούνα του, καταγράφοντας την καθημερινή ζωή της σε μια απομακρυσμένη, κοντά σε ένα δάσος, φάρμα.
Χωρίς κανένα διάλογο, χωρίς μουσική, με τους ήχους μόνο εκείνους των ζώων, και τα τιτιβίσματα των πουλιών στα τριγύρω δέντρα, παρακολουθούμε να γεννιουνται, ένα-ένα τα περίπου δώδεκα γουρουνόπουλα, να βυζαίνουν με μανία και σπρώχνοντας το ένα το άλλο, να αρχίζουν, με τη βοήθεια της Γκούντα, να περπατάνε, να μεγαλώνουν, να περιφέρονται στη φάρμα, μαζί με άλλα ζώα: τις αγελάδες και τις κότες μαζί και μια με ένα πόδι), μια ζωή φαινομενικά όμορφη, ήρεμη, χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.
Μέσα από όμορφες, ποιητικές, ανθρώπινες θα έλεγα, παρόλο που πρόκειται για ζώα, όπου ο θεατής αισθάνεται και συμμετέχει μαζί τους, ανακαλύπτοντας μια άλλη πλευρά τους, όχι εκείνη των προμηθευτών τροφής και δερμάτων. Για να μας υπενθυμίζει ξαφνικά, στο φιναλε της ταινίας, την όλη τραγικη πορεία τους, με το φορτηγό που καταφθάνει για να τα μεταφέρει στο σφαγείο. Ακολουθώντας την, μια σπαραχτικτική, δεκάλεπτη περίπου σεκάνς, με τη Γκούντα να περιφέρεται στο χώρο και να ψάχνει απελπισμένα τα «εξαφανισμένα» γουρουνόπουλα! Προφέροντας μας «τροφή» (τη φορά αυτή πνευματική) προς σκέψη για το πώς ο άνθρωπος βλέπει και αντιμετωπίζει τα υπόλοιπα όντα που ζουν και μοιράζονται τον ίδιο πλανήτη! Δεν ξέρω, αν, βλέποντας αυτό το ντοκιμαντέρ, θα ειστε πρόθυμοι να ξαναφάτε γουρουνόπουλο…
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr