Πέντε φίλοι ξεκινούν μια εκδρομή στη Μάνη για να γνωρίσουν τα μελλοντικά πεθερικά του ενός απ’ αυτούς. Στον δρόμο τους πιάνει λάστιχο και καταφεύγουν στον πύργο μιας μακάβριας οικογένειας.
Κωμωδία που συνεχίζει εκείνες του 2016 του Αντώνη Σωτηρόπουλου, καθώς και του 2017 και 2018 του Γιάννη Παπαδάκου, ο οποίος σκηνοθετεί επίσης τη φετινή προσθήκη. Αντάξια των προηγούμενων, η ταινία προσφέρει άφθονη κακοτεχνία κι ασυναρτησία, θυμίζοντας περισσότερο φτηνό τηλεοπτικό, παρά κινηματογραφικό προϊόν.
Το συνολικό πρόβλημα είναι, ότι η σκηνοθεσία είναι πολύ φτωχή και πρόχειρη για ν’ αποδώσει στο συνολικό εγχείρημα την ακόμη και για κωμωδία απαιτούμενη συνοχή κι αληθοφάνεια. Ως συνήθως, οι χαρακτήρες είναι γραμμένοι απλοϊκά και παιγμένοι με την επιφανειακότερη δυνατή καθοδήγηση. Σε πολλές σκηνές το ντεκουπάζ μοιάζει να μην έχει προβλέψει ένθετα πλάνα που χρειάζονται για ν’ αναδείξουν τις λεπτομέρειες των γκαγκ, τα οποία εκτελούνται πολύ βιαστικά. Η κάμερα μοιάζει μονίμως να καδράρει αδέξια κι άστοχα. Το χιούμορ είναι απλώς ανόητο στη σύλληψη και καθόλου πειστικό στην εκτέλεση.
Εξίσου αναληθοφανής είναι η συνολική ιδέα του σεναρίου, που εκτελείται με ενδυματολογία, σχεδιασμό παραγωγής και μακιγιάζ αποκριάτικης στερεοτυπίας, κι υπονομεύεται ακόμη περισσότερο με την άκαιρη κι άγαρμπη τοποθέτηση προϊόντων.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr