Μενού

ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ, Η - Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος

Ως γνήσιος παραμυθάς και πλάστης πρωτότυπων κινηματογραφικών κόσμων, ο Γουές Άντερσον εύλογα γοητεύτηκε από την ικανότητα ορισμένων δημοσιογράφων να ανασυνθέτουν γλαφυρά στα κείμενά τους εμπειρίες που κάνουν τη φαντασία των αναγνωστών να τριβελίζεται από ζήλεια. Τέτοιοι ήταν οι γραφιάδες του θρυλικού περιοδικού New Yorker, το οποίο εμπνέει τον Τεξανό σκηνοθέτη να αφηγηθεί μια ωδή στην τέχνη της δημοσιογραφίας. Διότι «Γαλλική Αποστολή» είναι ο τίτλος της εφημερίδας που τυπώνεται στη φανταστική πόλη Ennui-sur-Blasé («Νωθρότητα-και-Απάθεια»), η οποία απαρτίζεται από εκπατρισμένους Αμερικανούς αρθρογράφους. Όταν πεθαίνει ο αρχισυντάκτης τους, συγκεντρώνονται για να αποφασίσουν πώς θα του αποτίσουν φόρο τιμής, την ώρα που «ζωντανεύουν» στην οθόνη οι ιστορίες των κειμένων του οριστικά τελευταίου φύλλου της έκδοσης.

1055 1

Η δέκατη ταινία του Άντερσον ουσιαστικά αποτελεί μια ανθολογία ξέφρενων ανταποκρίσεων από έναν μυθοπλαστικό κόσμο, οι οποίες ωστόσο διατηρούν μεταμφιεσμένες συνδέσεις με αληθινά γεγονότα. Όπως η περίπτωση του παμπόνηρου εμπόρου τέχνης Τζόζεφ Ντουβίν και η εξέγερση του Μάη του ’68. Εκ πρώτης όψεως το φιλμ προκαλεί δέος, καθώς, δίχως υπερβολή, κάθε πλάνο αναπαριστά έναν περίτεχνο, αυτόνομο μικρόκοσμο, σμιλευμένο με επιμονή τελειομανούς που θα ζήλευε έως και ο Ζακ Τατί. Ωστόσο, τον αρχικό εντυπωσιασμό του διαπεραστικά πολύχρωμου στιλιζαρίσματος −ένα κολάζ ετερόκλητων σινεφιλικών και εικαστικών αναφορών− διαδέχεται η αίσθηση πως ο εν λόγω κυριαρχικός φορμαλισμός «καταπίνει» το ίδιο το φιλμ.

Οι αναμφισβήτητα γλυκείς χαρακτήρες δεν παύουν να μοιάζουν χάρτινοι, όπως οι σελίδες από τις οποίες ξεπήδησαν. Έπειτα, η διάθεση να απεικονιστεί το καθετί με προτεραιότητα το chic οδηγεί στην εξωτική απεικόνιση περίπλοκων πραγματικοτήτων, όπως η ζωή στη φυλακή και τα οδοφράγματα, δίνοντας απολιτίκ σημάνσεις σε μια αφήγηση όπου δεν δικαιολογεί τα πάντα το άλλοθι του μαγικού ρεαλισμού ή του μεταμοντέρνα ειρωνικού. Έτσι, ενώ η «Γαλλική Αποστολή» είναι με διαφορά η πιο «γουεσαντερσονική» ταινία του σκηνοθέτη, ήτοι έμπλεη τρυφερότητας, χιούμορ, μαγείας και θαλπωρής, ταυτόχρονα στερείται γερών δόσεων του κύριου συστατικού που κάνει τις ταινίες του Αμερικανού ακαταμάχητες: τα δυνατά συναισθήματα.

 

Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr

Smart Search Module