Μενού

ΟΙΚΟΣ GUCCI, Ο - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

Τα πιο συχνά λάθη με τις κινηματογραφικές βιογραφίες ή δυναστείες βρίσκεται στην έλλειψη εμβάθυνσης στους χαρακτήρες ή τα κίνητρα που τους κάνουν να είναι αυτοί που είναι. Λάθος βασικό και στο σχεδόν τρίωρο αυτό μελόδραμα του Ρίντλεϊ Σκοτ γύρω από την άνοδο και τη πτώση, μαζί και τη δολοφονία, του Μαουρίτσιο Γκούτσι.

Η ιστορία αρχίζει με τη γνωριμία του φοιτητή τότε της νομικής Μαουρίτσιο (μια συγκρατημένη, ελεγμένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, ερμηνεία από τον Άνταμ Ντράιβερ) με την Πατρίτσια Ρετζιάνι, φιλόδοξη διευθύντρια στο γραφείο της «επιχείρησης μεταφορών» της μάλλον μαφιόζικης οικογένειάς της.

Από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους μπαίνει το θέμα της απληστίας και της αναζήτησης ελέγχου, μέσα από τις σπίθες που βλέπουμε να βγάζουν τα πεινασμένα, άπληστα για χρήμα και εξουσία, μάτια της Πατρίτσια. Σπίθες που δεν σταματούν να βγάζουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας τα μάτια της Λαίδης Γκάγκα στην επίπεδη ερμηνεία της σέξι, «μαύρης χήρας» (παρωδία ανάμεσα στη «στρίγγλα» της Ελιζαμπεθ Τέιλορ και τις πρώτες ταινίες της Κλαούντια Καρντινάλε) που, σε συνεργασία με το μέντιουμ της Σέλμα Χάγιεκ, θα διοργανώσει τη βίαιη δολοφονία του συζύγου.


Η ιστορία αρχίζει ακριβώς μερικά λεπτά πριν από τη δολοφονία του Μαουρίτσιο στο Μιλάνο, στις 27 Μαρτίου 1995, για να μας πάει, αμέσως μετά, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και τη γνωριμία του συμπαθητικού αλλά αδέξιου και αφελή νεαρού Μαουρίτσιο με την Πατρίτσια, στη διάρκεια ενός πάρτι όπου αυτή τον παρεξηγεί για σερβιτόρο, και είναι ακριβώς μόλις ακούει το όνομα Γκούτσι που τα μάτια της παίρνουν φωτιά και βάζει μπροστά το σατανικό της σχέδιο να τον παρασύρει στα δίχτυα της και να βάλει χέρι στο όνομα και την περιουσία των Γκούτσι.

Ο καλός τεχνίτης, και ενδιάμεσα, όπως μας είχε αποκαλύψει αρκετές φορές στο παρελθόν, εμπνευσμένος («Οι μονομάχοι», «Άλιεν, ο επιβάτης του διαστήματος», «Μπλέιντ Ράινερ», «Θέλμα και Λουίζ», «Όλα τα λεφτά του κόσμου») σκηνοθέτης, Ρίντλεϊ Σκοτ, ακολουθεί την πορεία ενός μπερδεμένου, ελλειπτικού εκεί που δεν χρειαζόταν, χωρίς στην πραγματικότητα ουσιαστική ουσία, σεναρίου που έγραψαν οι Μπέκι Τζόνστον και Ρομπέρτο Μπεντιβένια (με βάση το βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν), για να καταγράψει την ιστορία του Οίκου Γκούτσι, χωρίς όμως την προσπάθεια ανάπτυξης των λόγων και ιδιαίτερα των συναισθημάτων, που οδηγούν τα πρόσωπα στη συγκεκριμένη συμπεριφορά και τις κυνικές, συχνά εγκληματικές, πράξεις τους.

Στην άσκοπα περίπλοκη αυτή πορεία τριών δεκαετιών παρακολουθούμε το γάμο του ζευγαριού, παρά την αρχική αντίδραση του ιδρυτή και «άρχοντα» του Οίκου, Ροντόλφο Γκούτσι (με τον πάντα πολύ καλό Τζέρεμι Άιρονς να αγγίζει συχνά τα όρια της παρωδίας με την ερμηνεία του αυτή), προσώπου που αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή τα φιλόδοξα σχέδια της Πατρίτσια και αποπειράται μάταια να εναντιωθεί, τις προσπάθειες του Μαουρίτσιο να περιοριστεί σε απλό εργάτη στον φτωχικό «οίκο» της μαφιόζικης οικογένειας της Πατρίτσια πριν τελικά αποφασίσει – σπρωγμένος από τη φιλόδοξη σύζυγο – να επιστρέψει στην οικογενειακή επιχείρηση.

Mε τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που προσφέρει στο ζευγάρι ο Άλντο (ένας αγνώριστος Αλ Πατσίνο), αδελφός και συνεταίρος του Ροντόλφο στην επιχείρηση των Γκούτσι, υπεύθυνος της νεοϋρκεζικης πλευράς του Οίκου, τις αψυχολόγητες, σεναριακές αλλαγές στους χαρακτήρες των δυο βασικών προσώπων (Μαουρίτσιο και Πατρίτσια), τις παρεμβάσεις του Πάολο, του ηλίθιου, ατάλαντου γιου του Άλντο (με τον επίσης άγνωστο, χάρη στις εκπληκτικές προσθετικές αλλαγές, Τζάρετ Λέτο, να δίνει μια από τις λιγοστές καλές ερμηνείες της ταινίας), το παιχνίδι του οπορτουνιστή δικηγόρου της οικογένειας, Ντομένικο Ντε Σόλε (Τζακ Χιούστον) και τις σκευωρίες, αρχικά γελοίες, της Πατρίτσια σε συνεργασία με τη μέντιουμ της Πίνα (μια campy ερμηνεία από την Σέλμα Χάγιεκ), που θα οδηγήσουν τελικά στην οργάνωση και τη δολοφονία του Μαουρίτσιο.

Με πρόσωπα που κινούνται, τσακώνονται, σκευωρούν και διασκεδάζουν σε πολυτελέστατες βίλες, σε Ελβετικές λίμνες και χιονοδρομικά κέντρα, σε αριστοκρατικές σουίτες ξενοδοχείων και πλούσια καταστήματα, φορώντας τα τελευταία ρούχα μόδας, με τα έξοχα κοστούμια της Τζάντι Γέιτς (σίγουρα φαβορί στα επόμενα Όσκαρ) στα εντυπωσιακά ντεκόρ του Άρθουρ Μαξ (αλλο φαβορί των Όσκαρ), με ωραία επιλεγμένη μουσική από Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι άριες από όπερες, ο 83χρονος σήμερα Ριντλει Σκοτ κινείται ανάμεσα στο camp και τη σατιρική διάθεση (με συχνές αναφορές στο «Νονό» του Κόπολα).

Αναποφάσιστος προς τα πού να καταλήξει, προσφέροντάς μας τελικά ένα είδος πολυτελούς σαπουνόπερας (στο νου έρχονται τηλεοπτικές παραγωγές όπως εκείνες της «Δυναστείας» ή της πιο πρόσφατης «Succession»), που μοιάζει περισσότερο με τα ευτελή, ψεύτικα Γκούτσι προϊόντα που ανακαλύπτει ξαφνικά σε φτηνά μαγαζιά του Μανχάτταν ο Μαουρίτσιο, με μόνη διαφορά πως εδώ, εκτός από τους καλύτερους τεχνίτες του Χόλιγουντ, ανάμεσά τους και τον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας, Ντάριους Βόλσκι, ο Σκοτ είχε για συνεργάτες του και ένα καστ τοπ ηθοποιών, που κάνουν την παρακολούθηση της ταινίας τουλάχιστο διασκεδαστική! Εκτός αν ο Σκοτ ήθελε με την ταινία του να τονίσει (μ’ ένα σατιρικό τρόπο) τα αστραφτερά στολίδια και την όλη λάμψη, μαζί με τα ψέματα και την υποκρισία, μιας «ανώτερης» τάξης που δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη, έστω και μαφιόζικη, της φιλόδοξης Πατρίτσια. Κάτι όμως που τελικά παραμένει μια μετέωρη υπόθεση!

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module