Μενού

ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ - Ηλίας Φραγκούλης

Μέσω αγγελίας, η Άννα πηγαίνει να πιάσει δουλειά στην ξεχασμένη από το χρόνο ψαροταβέρνα του Ρούλα (από το Χάρης). Λιγομίλητη, σχεδόν αντικοινωνική, μα με ικανότητα στη μαγειρική, η Άννα κερδίζει τους καθημερινούς πελάτες του μαγαζιού, κρατώντας καλά κρυμμένο το μυστικό της… απώλειας της μνήμης της!

Η «Πράσινη Θάλασσα» της Αγγελικής Αντωνίου είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Για να Δει τη Θάλασσα» και έχει για ηρωίδα την Άννα, μια γυναίκα που βολοδέρνει αφηρημένα στην πόλη. Αιτία, όπως αποκαλύπτεται σταδιακά, η απώλεια της μνήμης της. Θα καταλήξει σ’ ένα ρημαδιό παραθαλάσσιας ταβέρνας, που τη μέρα γίνεται το καταφύγιο μιας παρέας λιμενεργατών. Θα παραστήσει τη μαγείρισσα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, παραιτημένος από τη ζωή (κυρίως) εξαιτίας χαμού παλιού γκόμενου, θα την τεστάρει και μέρα με τη μέρα η ταβερνούλα θ’ αρχίσει να ζωντανεύει με μυρωδιές αληθινού φαγητού. Θα γίνουν αυτές οι γεύσεις ο οδηγός της Άννας, ώστε να ξυπνήσει η μνήμη της και να μπορέσει να ξαναβρεί την ταυτότητά της;

1335 2

Αν και ξεκινά με ελπίδες, το έργο της Αντωνίου καταλήγει… άγευστο. Διχασμένο ανάμεσα σε (λανθάνουσες) προθέσεις να μοιάσει μ’ ένα λαϊκό δράμα γυναικείου target group και κάτι το σοβαρότερο υπαρξιακά, απηχεί της προσέγγισης αληθινού συναισθήματος και παρασύρεται σε στερεότυπα και σκηνοθετική αμηχανία που ταυτίζεται με το ελληνικό σινεμά προηγούμενων δεκαετιών. Η ιστορία απαιτούσε ένα «μαγικό» άγγιγμα, «μπαχαρικά» συντελεστών που εδώ δεν δείχνουν να εναρμονίζονται σε κάτι κοινό καλλιτεχνικά, πόσω μάλλον ψυχαγωγικά. Οι λιγοστές υποπλοκές (κυρίως του «mural» και του γερασμένου ζωγράφου, αλλά και του χαρακτήρα της κομμώτριας) δεν ενισχύουν το ενδιαφέρον της μυθοπλασίας, που αστοχεί και στο επιπόλαιο ρομάντζο της Άννας (το οποίο «εκτοξεύεται» μέσω χορευτικής σκηνής tango!).

Σοβαρό το πρόβλημα της ερμηνείας της Αγγελικής Παπούλια, στην οποία στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ. Η ηθοποιός δεν έχει συλλάβει το ρόλο της (ή ενδεχομένως δεν έχει καθοδηγηθεί σωστά) ώστε να μετατρέψει την κεντρική ηρωίδα σε μια γυναίκα που θα σε κάνει να νοιαστείς ή να ταυτιστείς μαζί της. Στο ένα τρίτο της ταινίας υιοθετεί μια σιωπηλή μούτα «ζαβού», κατόπιν θυμίζει αφελή και ντροπαλή επαρχιωτοπούλα και… δεν θα συνεχίσω προς αποφυγήν spoiler. Το φινάλε, πάντως, είναι απόλυτα αναμενόμενο. Αν η «Πράσινη Θάλασσα» ήταν πιάτο, εννοείται πως θα το επέστρεφα στον chef.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

«Γλυκούλικης» κοπής έργο γυναικείων «ευαισθησιών», έχει μεν αγνές προθέσεις, μα δεν αποκτά ποτέ την κινηματογραφική μαγεία που θα συμπλήρωνε τα κενά της τόσο λίγης ιστορίας του, ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module