Η οδός Καζανόβα προσφέρει πολλές επιλογές από παριζιάνες ιερόδουλες, με πρώτη και καλύτερη τη γλυκιά Irma(Shirley MacLaine). Οι περισσότεροι τοπικοί χωροφύλακες κλείνουν τα μάτια σε ό, τι συμβαίνει, με αντάλλαγμα μια μικρή δωροδοκία, αλλά ο νεοφερμένος και έντιμος Nestor Patou (Jack Lemmon) κρατά άκαμπτη στάση. Δυστυχώς, στην προσπάθειά του να καθαρίσει την περιοχή απλώς χάνει τη δουλειά του. Χωρίς χρήματα, δέχεται την προσφορά της Irma για μια θέση στο μικρό ενοικιαζόμενο δωμάτιό της, με την υποχρέωση να εργαστεί ως μάνατζερ της. Όμως την ερωτεύεται και δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα βγάζει τα προς το ζην με την πορνεία. Έτσι μεταμφιέζεται σε πλούσιο Άγγλο Lord X που γίνεται ο αποκλειστικός πελάτης της , πληρώνοντας την απλώς για να παίζουν πασιέντζα ! Ο Nestor που έχει επικακτική ανάγκη χρημάτων για να εκτελεί το σχέδιο του, δουλεύει κρυφά και σκληρά στην αγορά τροφίμων . Ωστόσο οι μυστηριώδεις απουσίες του και η συνεχής κούραση του ,δημιουργούν στην Irma την υποψία ότι βλέπει άλλες γυναίκες. Έτσι αποφασίζει να φύγει στην Αγγλία με τον πλούσιο θαυμαστή της , περιπλέκοντας κι άλλο την κατάσταση …
Μετά από την τεράστια επιτυχία πικάντικων κωμωδιών («The Seven Year Itch» (1955) και «Some Like It Hot» (1959)) , ο Billy Wilder ήταν ο καταλληλότερος για να σκηνοθετήσει την γαλλική φάρσα, «Η Τροτέζα». Η ταινία αποτελεί διασκευή ενός πετυχημένου γαλλικού μιούζικαλ των Alexandre Breffort και Marguerite Monnot. Ο Αυστροαμερικανός σκηνοθέτης και ο πιστός συνεργάτες του I.A.L. Diamond, έγραψαν το σενάριο αφαιρώντας τα τραγούδια ,ενώ ο André Prévin συνέθεσε την πρωτότυπη μουσική .
Η «Τροτέζα» μπορεί να μην ανήκει στα αριστουργήματα του Wilder, αλλά διαθέτει ικανοποιητική ψυχαγωγική αξία και σε κάποιο βαθμό ανακαλεί την ποιητικότητα των ταινιών των René Clair και Marcel Carne’. Η αδιαμφισβήτητη γαλλική αισθητική της οφείλεται κυρίως στα εκθαμβωτικά σκηνικά του Alexandre Trauner, που είχε δουλέψει σε κλασικές ταινίες, όπως τα «Hôtel du Nord» (1938) και «Les Enfants du paradis» (1945).
Το φιλμ αποτελεί μια ζωντανή καρτ -ποστάλ ενός εξιδανικευμένου Παρισιού, με χαρούμενες ιερόδουλες που «δουλεύουν» για διασκέδαση, με αδρανείς αλλά φιλικούς μαστροπούς και με μια αστυνομία ευγενικά ανίκανη.Ο Wilder φλερτάρει με ένα ενοχλητικό ζήτημα με τον πιο ανάλαφρο και αστείο τρόπο. Από την αρχή, ο κόσμος της πορνείας εισάγεται όχι ως ένα καταθλιπτικό θέμα αλλά ως λόγος γέλιου ,με σύντομα επεισόδια της νυχτερινής ζωής της Irma να εμφανίζονται ανάμεσα στους εναρκτήριους τίτλους.
Η «Τροτέζα» είναι μια από πιο κωμικές , κυνικές και αμοραλιστικές ταινίες του Wilder. Είναι επίσης ένας συγκαλυμμένος φόρος τιμής στις ”σλάπστικ” κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου , με αρκετές σκηνές να θυμίζουν τα ξέφρενα γκάγκ των πρώτων κωμικών.
Ωστόσο δεν παύει να είναι και μια ταινία με εμφανή μειονεκτήματα. Αυτό που δεν λειτουργεί καλά είναι ο ισχνός αφηγηματικός ιστός: ο Nestor αγαπά μια πόρνη που είναι πρόθυμη να κοιμηθεί με άλλους άντρες για να μείνει μαζί του. Αυτός δεν μπορεί να το δεχτεί , μεταμφιέζεται και την πληρώνει για να μην συνευρεθεί με κανέναν άλλον. Αλλά πρέπει να δουλέψει κρυφά για να κερδίσει αυτά τα χρήματα τόσο σκληρά ,που εκείνη θεωρεί ότι την απατά. Επιπλέον η διάρκεια είναι αδικαιολόγητα μακρόσυρτη (147 λεπτά) , η αφήγηση συχνά πλαδαρή και το χιούμορ βασίζεται κατά κύριο λόγο στο στερεοτυπικό πρόσχημα της διπλής ταυτότητας ενός χαρακτήρα.
Πάντως σε κάποιο βαθμό αυτές αδυναμίες υπερκαλύπτονται από την απίστευτη ηλεκτρική έλξη που αναπτύσσεται στην οθόνη ανάμεσα στους Jack Lemmon και Shirley MacLaine ,οι οποίοι είχαν ξανασυνεργαστεί με τον Wilder στο αριστουργηματικό «The Apartment» (1960). Επίσης , για άλλη μια φορά, πρέπει να πιστωθεί στον Wilder η τόλμη του να αντιμετωπίσει τολμηρά ζητήματα , για τα οποία ήταν βέβαιο ότι θα επικριθεί από το συντηρητικό κοινό της εποχής.
Η «Τροτέζα» από την αρχή μέχρι το τέλος, είμαι μια ταινία με διπλή ταυτότητα: παραμύθι για ενηλίκους από τη μία και χαρούμενη φάρσα από την άλλη. Αυτή η κάπως μονότονη , ίσως υπερβολική αλλά σίγουρα αξιολάτρευτη ταινία, συνεχίζει να ιντριγκάρει, τοποθετημένη στην καρδιά της δεκαετίας του ’60 και κινούμενη συνεχώς στην κόψη του ξυραφιού. Ο μέγας Wilder καταγράφει με μανιακή φροντίδα την πεμπτουσία της μυθικής Πόλης του Φωτός, όπου ο ρομαντισμός είναι χαραγμένος σε κάθε πλακόστρωτο.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr