Το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας (την είχε παρουσιάσει ολόκληρη, πριν από μερικά χρόνια, το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Αθήνας στο αφιέρωμα «Κλασικές τριλογίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου) που εντυπωσίασε το δυτικό κοινό στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ (Κάνες και Βενετία), σαρώνοντας τα μεγάλα τους βραβεία, και, στη συνέχεια, με την παγκόσμια απήχησή τους, αποδεικνύοντας πως ταινίες με επίκεντρο τον άνθρωπο και την κοινωνική του κατάσταση, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν αυτά συμβαίνουν, συγκινούν με την ειλικρίνεια, την αμεσότητα, τη δύναμη και την (λυρική, στη συγκεκριμένη περίπτωση) ομορφιά τους.
Με βάση τα μυθιστορήματα του Bibhutibhushan Banerji, ο Σατιαζίτ Ράι (1921-1992), που είχα τη μεγάλη τύχη να συναντήσω δυο φορές, μια στο Λονδίνο και μια στο φεστιβάλ της Βενετίας, δυο μόλις χρόνια πριν το θάνατό του, όπου είχα και την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του, κατάφερε, ανάμεσα στα 1950 και 1959, και ξεκινώντας από το μηδέν (χωρίς να έχει σκηνοθετήσει ποτέ και ξεκινώντας με παιδιά, ερασιτέχνες-ηθοποιούς), να φτιάξει την ανεπανάληπτη αυτή «τριλογία του Απού», καταγράφοντας τη ζωή του απλού, φτωχού του ήρωα, σε μια μεταβατική Ινδία, από τα παιδικά του χρόνια, στα χωριό του (στο πρώτο μέρος της τριλογίας), ακολουθώντας τον, μαζί με τους γονείς του, στο Μπενάρες (στον «Ανίκητο») και καταλήγοντας, στον «Κόσμο του Απού» στην επαρχία, με τον Απού να καταφεύγει, παντρεμένος πια και με τη μητέρα του, να ζήσει στο σπίτι του θείου του στην επαρχία.
Στον «Ανίκητο», ο έφηβος Απού (στο ρόλο τη φορά αυτή ο Πινξάκι Σενγκ Γκούπτα), όπου ο Βραχμάνος ιερέας πατέρας φέρνει στην ιερή πόλη Μπενάρες, την οικογένειά του, μετά το θάνατο της μικρής τους κόρης, έρχεται σ’ επαφή με τον κόσμο μιας κοινωνικοπολιτικά μεταβατικής Ινδίας, ενώ, μετά το θάνατο του πατέρα του, ενώ, στη συνέχεια, χάρη σ’ ένα θείο, που τον καλεί, μαζί με τη μητέρα του, στο σπίτι του στην επαρχία, κι ένα δάσκαλο που αναλαμβάνει τη μόρφωσή του, θα έρθει τελικά σ’ επαφή με μια άλλη κουλτούρα, οδηγώντας τον σε σπουδές στο πανεπιστήμιο της Καλκούτα.
Με την ίδια μαεστρία, αλλά και την εμπειρία της πρώτης του ταινίας, ο Ράι καταγράφει με πάθος, φαντασία και ευρηματικότητα, πάντα μέσα από μια νεορεαλιστική (αν και σε μεγαλύτερο θα έλεγα βάθος) ματιά, την πορεία προς την ενηλικίωση του ήρωά του, καθώς και τη σχέση του με τους άλλους γύρω του, ιδιαίτερα τον πατέρα (από τις πιο πετυχημένες σκηνές αναφέρω εκείνη του θανάτου του πατέρα, δεμένη με την όμορφη, λυρική, συμβολική σκηνή των περιστεριών που πετάνε), και αργότερα με τη μοναχική πια μητέρα (μητέρα που τώρα αλλάζει σταδιακά χαρακτήρα για να γίνει πιο δυναμική, περήφανη και απαιτητική).
Με τον Ράι να καταγράφει με την κάμερα του τις μικρολεπτομέρειες εκείνες που τονίζουν και αναπτύσσουν, με τον καλύτερο τρόπο, τους χαρακτήρες και τα αισθήματά τους, με ένα εξαιρετικό φινάλε, από το οποίο δεν λείπει η ομορφιά, η ποίηση και η ατόφια συγκίνηση, με εξαιρετικές ερμηνείες, εικαστικά ωραίες, μαυρόασπρες εικόνες (του Σουμπράτα Μίτρα), που συμπληρώνει η εξαιρετική, ατμοσφαιρική μουσική του Ράβι Σάνκαρ.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr