Η μεγάλη ανακάλυψη του φεστιβάλ των Κανών του 1956 (κέρδισε ένα ειδικό βραβείο της επιτροπής ως «ανθρώπινο ντοκουμέντο»), πρώτο μέρος μιας κλασικής σήμερα τριλογίας (τα άλλα δυο μέρη της είναι το «Aparajito» και «Ο κόσμος του Απού»), το «Pather Panchali» του Σατιαζίτ Ρέι (1921-1992) είναι η ταινία που γνώρισε στο δυτικό κοινό έναν άλλο ινδικό κινηματογράφο που, για πρώτη φορά, δεν είχε σχέση με τα τραγούδια και το φολκλόρ των μέχρι τότε ταινιών της Ναργκίς και άλλων γνωστών εμπορικών ειδώλων (ολόκληρη την «τριλογία του Απού» είχε παρουσιάσει, πριν από μερικά χρόνια, σε αφιέρωμά του το «Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου» της Αθήνας).
Στην πρώτη του αυτή ταινία ο Ρέι παρακολουθεί τη ζωή μιας πολύ φτωχής οικογένειας σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Βεγγάλης. Κάποτε, ο πατέρας, ένας χωρίς δουλειά συγγραφέας, εγκαταλείπει την οικογένειά του, που βρίσκεται στο πρόθυρα της πείνας, για να βρει δουλειά στη μεγάλη πόλη, αφήνοντας τη γυναίκα του να φροντίζει τα δυο παιδιά τους, το μικρό Απού και τη μεγαλύτερη σε ηλικία αδερφή του, Ντούργκα, και τη γριά θεία τους.
Ο Ρέι, που στη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία είχε δει (και επηρεαστεί από αυτήν) την ταινία «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα, αποφάσισε, με την επιστροφή του στην Ινδία, να μεταφέρει στην οθόνη την ιστορία αυτή ενός κλασικού ινδικού βιβλίου.
Ξεκινώντας χωρίς καμιά βοήθεια, πουλώντας οικογενειακά κοσμήματα και με ένα απίθανα χαμηλό προϋπολογισμό, χωρίς να έχει καθόλου γνώσεις κινηματογραφικές αλλά με την ηθική βοήθεια του Ζαν Ρενουάρ (του οποίου παρακολούθησε το γύρισμα της ταινίας του «Το ποτάμι» που ο Γάλλος σκηνοθέτης γύριζε στην Ινδία), κινηματογραφώντας αρχικά τα Σαββατοκύριακα, κατάφερε τελικά να τελειώσει την ταινία – στην τελική ολοκλήρωσή της συνέβαλε εκ των υστέρων και η κυβέρνηση της Βεγγάλης.
Η ταινία βρήκε άμεση ανταπόκριση στο κοινό της Δύσης χάρη στην εικαστική ομορφιά της, τη συγκίνηση και το χιούμορ της, καταφέρνοντας, πέρα από το τοπικό της θέμα, να αγγίξει παγκόσμια, ανθρώπινα θέματα. Ο Ρέι καταγράφει με αμεσότητα, ευαισθησία, συγκίνηση και λυρισμό, την ιστορία του μικρού Απού (η τριλογία του θα μείνει γνωστή ως «τριλογία του Απού») που μεγαλώνει σε μια κοινωνία παραδόσεων και θρησκευτικών και άλλων προλήψεων, προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο γύρω του.
Ενώ, πλάι στο, σκληρό συχνά, αγώνα για επιβίωση, ο σκηνοθέτης σκιτσάρει την ηρεμία και τη γαλήνη που αναδίνει η ζωή στο χωριό. Από τη μια οι σκηνές της μητέρας που ανησυχεί ότι η θεία τρώει πολύ φαγητό με αποτέλεσμα να μη μένει αρκετό για τα μικρά παιδιά της που το χρειάζονται περισσότερο απ’ αυτήν, ή εκείνες με τη γριά θεία, που για να μην είναι μπελάς στην οικογένεια πηγαίνει, όταν αισθάνεται ότι έχει φτάσει η ώρα της, σιωπηλά και απαρατήρητα στο δάσος για να πεθάνει, δείχνουν τη δύναμη του Ρέι στη δημιουργία δυνατών, δοσμένων με πρωτοτυπία και απέριττη ομορφιά, σκηνών.
Από τις καλύτερες, πιο συγκινητικές, σκηνές της ταινίας είναι εκείνη όπου ο πατέρας, ύστερα από μεγάλο διάστημα στην πόλη, επιστρέφει τελικά στο χωριό. Κάθεται στο κατώφλι της καλύβας τους κι αρχίζει να δείχνει τα δώρα που τους έφερε, φτάνοντας στο δώρο που έφερε για τη μικρή του κόρη που, όμως, οι θεατές ξέρουμε ότι έχει πεθάνει από πνευμονία. Η μητέρα προσπαθεί να του το πει, ξαφνικά όλοι οι ήχοι σταματούν κι στη θέση του σπαραχτικού κλάματος της μητέρας αρχίζει ν’ αντηχεί η σπαραχτική μουσική από μια φλογέρα. Είναι ακριβώς σε τέτοιες σκηνές που καταλαβαίνουμε ότι ο Ρέι δεν μιλά μόνο για την Ινδία και τους φτωχούς χωρικούς της αλλά για όλους μας, για όλους τους ανθρώπους που ζουν, αγωνίζονται και βασανίζονται σ’ αυτό τον πλανήτη για να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr