Μενού

ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, Ο - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

Ένα κίνημα που ξεκίνησε στη δεκαετία του ‘60, ενάντια στον παραδοσιακό κινηματογράφο της Βραζιλίας (κινηματογράφο που το αποτελούσαν μιούζικαλ, κωμωδίες και φτηνές περιπέτειες στο στιλ του Χόλιγουντ), το «τσίνεμα νόβο», το νέο δηλαδή σινεμά, επηρεασμένο τόσο από τον ιταλικό νεορεαλισμό όσο και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ, έφερε μια πραγματική επανάσταση στον κινηματογράφο της Βραζιλίας, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο, την κοινωνική αδικία και τις ταξικές και φυλετικές εξεγέρσεις στη Βραζιλία και την Αμερική.

Κύριος εκπρόσωπος αυτού του «κινηματογράφου της πείνας», ο Γκλάουμπερ Ρόχα, που μαζί με άλλους συναδέλφους του (Κάρλος Ντιέγκες, Νέλσον Παρέιρα ντος Σάντος! Ρούι Γκουέρα, και μερικούς άλλους) έδωσαν έργα που ξάφνιασαν το ευρωπαϊκό κοινό, στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ όπου πρωτοπροβλήθηκαν, με την ενέργεια, τη φρεσκάδα, την πρωτοτυπία και τη δύναμη τους.

deus e o diablo2

Η ταινία του Ρόχα, «Μαύρος θεός, λευκός διάβολος» όπως αρχικά έγινε γνωστή στο εξωτερικό (πρωτότυπος τίτλος, «Ο Θεός και ο διάβολος στη γη του ήλιου») του Ρόσα εκτυλίσσεται, γύρω στα 1940, στη βορειανατολική περιοχή της Βραζιλίας, στην περιοχή των «σερτάο», την περιοχή των μεγάλων κτημάτων, κι έχει για πρωταγωνιστές του τους κατοίκους της, που υποφέρουν από την ξηρασία και τη μιζέρια και όπου βλέπουμε να γεννιέται για πρώτη φορά μια κάποια κοινωνική συνείδηση.

Ο ήρωας όμως της ταινίας, ο Μανουέλο, μπροστά στη μιζέρια και την αδικία, αποφασίζει ν’ ακολουθήσει πρώτα τον μαύρο προφήτη Σεμπαστιάο, που υπόσχεται στους ακόλουθούς του μια καλύτερη ζωή, και ύστερα τον καγκασέιρο Κορίσκο, τον λευκό θεό, που με τη δική του προσωπική επανάσταση εκδικείται για τη φτώχεια και την αδικία των συνανθρώπων του. Η ταινία του Ρόσα είναι μια αληθινά επαναστατική ταινία που φέρνει στον νου το θέατρο του Μπρέχτ και ιδιαίτερα τον Καλό άνθρωπο του Σε-Τσουάν.

Χρησιμοποιώντας έναν λαϊκό ποιητή, που με το τραγούδι του αφηγείται και σχολιάζει τα διάφορα γεγονότα, αλλά και μια τεχνική εμπνευσμένη από τον κινηματογράφο του Αϊζενστάιν και των άλλων μεγάλων Ρώσων σκηνοθετών, ο Ρόσα πετυχαίνει να φτιάξει ένα θαυμάσιο λαϊκό έπος που όχι μόνο συγκινεί τον θεατή –μη ξεχνάμε πως και ο Μπρεχτ δεν αποφεύγει τη συγκίνηση, μόνο που την ξεπερνά– αλλά και τον προβληματίζει.

deus e o diablo5

Ο Μανουέλο ακολουθεί πρώτα τον Σεμπαστιάο και ύστερα τον Κορίσκο, γιατί θέλει ν’ αλλάξει τον τρόπο της ζωής του και γιατί μέσα στην κοινωνία που ζει δεν του προσφέρεται άλλο μέσο. Και οι δυο όμως τρόποι, ξέρουμε πως δεν είναι σωστοί, γιατί και οι δυο προσφέρουν ψεύτικες επαναστάσεις: ο μυστικισμός του προφήτη και η προσωπική βεντέτα του καγκασέιρο θα καταρρεύσουν με την επέμβαση του «τιμωρού», του Αντόνιο ντας Μόρτες, του τρομερού «ματαντόρ των καγκασέιρο», όπως τον αποκαλεί ο τραγουδιστής.

Οι αθώοι πιστοί του Σεμπαστιάο, καθώς και ο ίδιος ο προφήτης, θα πληρώσουν με τη ζωή τους την «πλάνη» τους σ’ ένα τρομερό μακελειό που τους ετοιμάζει ο Αντόνιο, πληρωμένος από τους επίσημους αντιπροσώπους της εκκλησίας που δεν θέλουν «επαναστάτες» στους κόλπους τους, και ο λευκός διάβολος, ο εκδικητικός Αϊ-Γιώργης των φτωχών, θα πέσει και αυτός νεκρός από τις σφαίρες του τρομερού Δράκου Αντόνιο.

Η ταινία τελειώνει με μια καταπληκτική σκηνή, γυρισμένη σε τράβελινγκ, στην οποία ο Μανουέλο και η γυναίκα του, βλέποντας τον Κορίσκο να πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του Αντόνιο, αρχίζουν να τρέχουν και όπου, τελικά, ο Μανουέλο, αφήνοντας τη γυναίκα του στα μισά του δρόμου, κουρασμένη από το τρέξιμο, φτάνει λαχανιασμένος στην τόσο ποθητή θάλασσα, τέρμα που του είχαν υποσχεθεί τόσο ο προφήτης όσο και ο καγκασέιρο, ενώ ακούεται η φωνή του τραγουδιστή που τελειώνει με την επαναστατική στροφή: «η γη ανήκει στον άνθρωπο, δεν ανήκει ούτε στον θεό ούτε στον διάβολο». Με την τελική αυτή σκηνή συμπληρώνεται η απομυθοποίηση τόσο του προφήτη όσο και του καγκασέιρο και ο Ρόσα μας ανοίγει τον δρόμο προς τη μόνη σωστή επανάσταση.

deus e o diablo4

Επανάσταση που, όπως καταλαβαίνει κανείς, ανήκει στους ίδιους τους ανθρώπους και που είναι στη βάση της ταξική. Τι να πει κανείς για τη σκηνοθεσία του Ρόσα; Η εικόνα, τα πρόσωπα, η μουσική –γραμμένη από τον διάσημο Βραζιλιάνο Βίλα Λόμπος, που είναι κατά κάποιον τρόπο αντίστοιχος του δικού μας Θεοδωράκη– δένονται τέλεια για να μας δώσουν όχι μόνο μια από τις πιο συγκλονιστικές και ποιητικές εικόνες της ίδιας της Βραζιλίας αλλά και ένα μάθημα στον μόνο αληθινό κινηματογράφο, τον κινηματογράφο που είναι ανακάλυψη αλλά και κριτική παρουσίαση της πραγματικότητας. Να πούμε πως είδαμε μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, είναι στην πραγματικότητα υποτίμηση. Γιατί η ταινία του Ρόσα αντιπροσωπεύει, για μας, τον ίδιο τον Κινηματογράφο και κατά συνέπεια τον ίδιο τον άνθρωπο, την ίδια τη ζωή.

(Tην κριτική μου αυτή την έγραψα όταν την πρωτοείδα το 1968, στο φεστιβάλ του Λονδίνου, στη διάρκεια τη παραμονής μου στην Αγγλία, την περίοδο της δικτατορίας).

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module