Η ευαισθησία που επιδεικνύουν συνήθως οι Nakache και Toledano απέναντι σε κοινωνικά θέματα εδώ απουσιάζει και στη θέση της εμφανίζονται πολλά «φάλτσα», σ’ ένα φιλμ που προσεγγίζει επιδερμικά τα όσα θίγει αλλά και που σε κωμικό επίπεδο βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τις καλές στιγμές τους.
Ειδικά όσον αφορά τον ακτιβισμό, το σενάριο μοιάζει να μην καταλαβαίνει την ουσία της συγκεκριμένης ενέργειας, παρουσιάζοντάς τη (μάλλον όχι κακοπροαίρετα αλλά λόγω μη εξοικείωσης με τη συνθήκη) περίπου σαν ένα τσούρμο ανθρώπων που μαζεύονται για να περάσουν καλά πρωτίστως, όχι σαν μια ανάγκη που πηγάζει από μια αίσθηση επείγοντος. Και ο τόνος που επικρατεί είναι αναποφάσιστος, δεν επιτυγχάνεται αυτή η όμορφη ισορροπία της δραμεντί που υπάρχει σε άλλες δημιουργίες του εν λόγω ντουέτου, αλλά εντοπίζεται περισσότερο μια εναλλαγή ανάμεσα σε κοινωνικό δράμα και καθαρόαιμη κωμωδία χωρίς να συνδυάζονται σωστά οι δύο ξεχωριστές ταυτότητες. Όταν δε μπαίνει και το ρομάντζο στην εξίσωση, εντελώς βεβιασμένα και χωρίς μια γραφή που να φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα για το συγκεκριμένο είδος (τόσο σχετικά με τους χαρακτήρες που εμπλέκονται όσο και με τις καταστάσεις που ανακύπτουν μεταξύ τους στην πορεία της πλοκής), επιβεβαιώνεται το ότι το όλο εγχείρημα διέπεται από ένα έλλειμμα έμπνευσης. Κι εκεί που η σεναριακή δομή αρχικά ήταν πιο χαλαρή, αρχίζουν στην τελική ευθεία και τα αμερικάνικης κοπής κλισέ σ’ αυτόν τον τομέα, με την απαραίτητη παρεξήγηση που θα φέρει επιπλοκές και τη μετέπειτα ευκαιρία για λύτρωση και μένει μια πικρή επίγευση και από εκεί. Και στο πεδίο της ταύτισης που μετράει για τον μέσο θεατή, δύσκολα κανείς θα ενδιαφερθεί για τη μοίρα δύο τύπων που ουσιαστικά δεν είναι τόσο τα θύματα ενός περιβάλλοντος που τους υπονομεύει, αλλά εμπίπτουν στην κατηγορία του απατεωνίσκου. Αυτό το τελευταίο σημείο έχει και κάπως περίεργες πολιτικές προεκτάσεις σε μια Γαλλία που ζει στη δύση του μακρονισμού και οδεύει σε μια ακόμη χειρότερη διάδοχη κατάσταση στην παρούσα φάση…
Κάτι που επίσης βλάπτει τη συνολική εικόνα είναι το «feelgood με το ζόρι» την ίδια στιγμή που τα πράγματα για τους ήρωες στο μέλλον από μια ρεαλιστική βάση δεν προδιαγράφονται ιδιαίτερα φωτεινά, μ’ ένα φινάλε και καλά «ανατροπής» ως προς το χρονικό άλμα που επιχειρεί που θυμίζει τα twists με το «τσιγκέλι» του αμερικάνικου mainstream σινεμά πριν κάνα δυο δεκαετίες στον απόηχο των «Συνήθων Υπόπτων».
Αν κρατάει κάποιος μερικά θετικά στον απολογισμό αυτά βρίσκονται σε κάποιες μεμονωμένες σκηνές που βγάζουν μια γλυκόπικρη αίσθηση στη γραμμή των αξιόλογων δουλειών του σκηνοθετικού διδύμου, μια καλή αίσθηση του ρυθμού που κάνει τις δύο ώρες να κυλάνε αρκετά γρήγορα παρότι το σύνολο υστερεί καλλιτεχνικά, καθώς και μια αξιομνημόνευτη Noemie Merlant που αποδίδει με τρυφερότητα μια γενιά για την οποία η πολιτικοποίηση είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλή άποψη, καθώς καθορίζει ολόκληρη τη δομή της ζωής της.
Αν το ζητούμενο είναι μια κομεντί που να «στέκεται» για μια χαλαρή καλοκαιρινή θέαση, το «Κάθε Πέρυσι και Καλύτερα» δεν είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή εκεί έξω. Από τη στιγμή όμως που είναι ένα φιλμ που εντάσσει τον εαυτό του σ’ ένα υπαρκτό κοινωνικό πλαίσιο, δεν τιμάει την ευκαιρία που του δίνεται για προβληματισμό πάνω σε επίκαιρα ζητήματα, και όταν έρχεται η ώρα που πρέπει να δοθούν κάποιες σχετικές απαντήσεις κρύβει το κεφάλι κάτω από την άμμο.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr