Την ηρωίδα Μαξίν της Μία Γκοθ την γνωρίσαμε στο ήδη καλτ “Χ” του Τάι Γουέστ, πριν λίγα χρόνια, ως πρωταγωνίστρια ενός φιλμ πορνό που γυριζόταν σε απομονωμένο αγρόκτημα, πριν οι μυστηριώδεις ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες στραφούν ενάντια στα ατίθασα νιάτα της ξέφρενης παραγωγής. Μετά το αιματηρό μακελειό εκείνης της ταινίας, και λίγα χρόνια αργότερα (είμαστε πια στα ‘80s), η Μαξίν είναι πια στο Λος Άντζελες, όπου με θέα τα εμβληματικά γράμματα του Χόλιγουντ, θέλει πια να γίνει αστέρι του σινεμά. Του αληθινού σινεμά. Όταν όμως βρει ρόλο σε μια πολυαναμενόμενη ταινία τρόμου, ένας σίριαλ κίλερ που κάνει το Λος Άντζελες να τρέμει θα αρχίσει να την περικυκλώνει.
Με μια περίεργη απουσία αίσθησης κρεσέντου, όχι ακριβώς σα να είναι ξεκούρδιστη αλλά σα να μην είχε καν κλειδάκι για να κουρδιστεί, το “MaXXXine” είναι ένα σίκουελ τρόμου όχι ακριβώς τρομακτικό και ένα κομμάτι φιλμικού σασπένς που δεν είναι στα αλήθεια αγωνιώδες. Τι είναι τότε αυτό το παράξενο κατασκεύασμα; Ήρθε ως συνέχεια του διπτύχου “Χ” / “Pearl” (το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην χώρα μας δυστυχώς, κι ας είναι το φιλμ της τριλογίας που αναμφίβολα θα αποτελεί μεγαλύτερο σημείο αναφοράς στο μέλλον) και μοιάζει να έχει γεννηθεί περισσότερο επειδή οι δημιουργοί πίσω του –δηλαδή ο σκηνοθέτης Τάι Γουέστ κι η εκπληκτική πρωταγωνίστρια Μία Γκοθ– ήθελαν να το κάνουν, να δουν σε τι φιλμικά μονοπάτια θα τους οδηγήσει.
Μπορεί να μην είναι ορθόδοξο, αλλά με έναν παράξενο τρόπο λειτουργεί: υπάρχει κάτι ταιριαστά sleazy στην ατμόσφαιρα καθώς η αφήγηση εισέρχεται πλέον στα ‘80s, και η κεντρική επιρροή είναι πλέον τα giallo με τις ψυχολογικές μονομανίες τους, τον στιλιζαρισμένο αντι-νατουραλισμό τους, τα εμφατικά πατικωμένα τους μέλη και προσθετικά που ψεκάζουν σιροπιαστό αίμα. Ο Γουέστ υπηρετεί αυτή την παράδοση μέσα από το στόρι που πλάθει γύρω από την «θέλω να γίνω αστέρι!» διαχρονική μανία της ηρωίδας του, που εδώ εκφράζεται μέσα από κίνδυνο και μέσα από μια εμμονή με τη celebrity κουλτούρα (τα σκιώδη πάρτι στα οποία παρόλαυτά οι πάντες δε μπορούν να σταματήσουν να πηγαίνουν) και την ίδια τη χολιγουντιανή αυτοαναφορικότητα (το σπίτι του Μπέιτς από το “Ψυχώ”).
Όπως συνέβη και με το “Χ”, αλλά κυρίως με το “Pearl” (όπου έπαιζε την ηλικιωμένη γυναίκα του “Χ” αλλά δεκαετίες νωρίτερα), η Μία Γκοθ είναι η πραγματική ψυχή του όλου εγχειρήματος. Παίζει μια έτσι κι αλλιώς αντισυμβατική scream queen που επιτίθεται πρώτη στους κυνηγούς και που παίρνει τη μοίρα της στα χέρια της καθώς αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα ονείρων φυτεμένων στο υποσυνείδητό της, και το κάνει χωρίς ποτέ η παρουσία της να μοιάζει με homage, χωρίς ποτέ η περσόνα της να είναι ευθεία ή μονοδιάστατη, χωρίς ποτέ να αφήνει το ενδιαφέρον του θεατή. Περισσότερο απόγονος της Σέλεϊ Ντιβάλ παρά των ‘80s slasher ηρωίδων, μοιάζει κι η ίδια παγιδευμένη σε μια ταινία από την οποία προσπαθεί κατά μία έννοια να αποδράσει.
Σε αυτή την ιδιόμορφη σύγκρουση το “MaXXXine” συναντά κάτι πολύ ζωντανό. Συνήθως αυτές οι νοσταλγικές παστίς ταινίες ξεκινούν τη ζωή τους ως ένα παιχνίδι αναφορών και τεχνικής που καθρεφτίζει κάτι παλιό, κλασικό κι αγαπημένο. Το “MaXXXine” μοιάζει να έχει γεννηθεί από μια περιέργεια των Τάι Γουέστ (που ήδη από το «σατανικό» homage “House of the Devil” ξέραμε πως έχει το βλέμμα του καρφωμένο στον παρελθοντικό τρόμο) και Μία Γκοθ (καθηλωτικά απόκοσμη παρουσία σε κάθε έκφραση σασπένς και τρόμου, από το “Nymphomaniac” μέχρι το “Suspiria”) να εξερευνήσουν τι θα συνέβαινε παρακάτω – ο καθρέφτης δεν κοιτάζει μόνο τα ‘80s και τα giallo, αλλά και την ίδια τη Μαξίν και την Γκοθ. Είναι ένα homage από το οποίο περιέργως δεν προκύπτει αληθινή νοσταλγία, ίσως για αυτό τον λόγο. Αυτό είναι που το κάνει κι αληθινά ενδιαφέρον.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr