Μενού

ΜΕΡΟΣ 2 - Ζαν Ρενουάρ: ένας καλλιτέχνης του οποίου ο καμβάς ήταν ταινία

1334

Η χρυσή δεκαετία του 1930 (μέρος β)

Η «Εκδρομή στην Εξοχή/ Une Partie de Campagne» -που γυρίστηκε το 1936 αλλά δεν προβλήθηκε μέχρι το 1946- είναι ένα σύντομο λυρικό, ρομαντικό ιντερλούδιο βασισμένο σε μια ιστορία από τον Guy de Maupassant. Ένα μικρό αριστούργημα του ιμπρεσιονιστικού κινηματογράφου, μια ωδή στον έρωτα και τη φύση, που όχι μόνο μας δωρίζει ποίηση και εικαστική γοητεία, αλλά αποτελεί και τη βάση της τεχνοτροπίας του Ρενουάρ. Οι αρετές αυτού του φιλμ, που αιχμαλωτίζει ξανά την αισθητική των πρώιμων έργων του, γίνονται ακόμη πιο αξιοσημείωτες αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για ένα ημιτελές έργο.

Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε και το φιλμ «Στο Βυθό/ Les Bas-fonds», μια θαυμάσια μεταφορά του κλασσικού θεατρικού έργου του Μαξίμ Γκόρκι, στο οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο τον θεατρικό συγγραφέα, «δεν συμβαίνει τίποτα… Το όλο πράγμα είναι ατμόσφαιρα… τίποτα άλλο από ατμόσφαιρα». Τηρώντας τους κανόνες κάποιας θεατρικότητας, το διασκευάζει με τη δική του σφραγίδα, παραλλάσσοντας τη ρωσική λαϊκότητα με τη γαλλική. Το φιλμ εξέπληξε τους θαυμαστές του, καθώς δεν ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν τον σκηνοθέτη να εμπλέκεται σε μια τόσο οδυνηρή και καταθλιπτική ιστορία. Το 1957, ο μεγάλος ιάπωνας σκηνοθέτης Akira Kurosawa θα δώσει τη δική του εκδοχή για το ίδιο πρωτογενές υλικό του Γκόρκι (Donzoko).

Στη συνέχεια ήρθε η «Μεγάλη Χίμαιρα/La Grande Illusion» (1937), η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του Ρενουάρ, ένα ουμανιστικό κομψοτέχνημα και σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για μια τέλεια κατασκευασμένη και ισορροπημένη ταινία που κινείται δραματουργικά όχι από το φαινομενικά αντιπολεμικό θέμα, ούτε από τον ηρωισμό των πρωταγωνιστών- αιχμαλώτων πολέμου, αλλά από τη λεπτή εξέταση των προσωπικών σχέσεων, και πάνω απ’ όλα, από την ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση των εθνικών δεσμεύσεων και της παγκοσμιότητας των κοινωνικών τάξεων. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει το αντιπολεμικό θέμα του με ταξικά κριτήρια, αποφεύγοντας τις υπεραπλουστεύσεις, υφαίνοντας στον ιστό της ταινίας διαφορετικές στρώσεις από αντιθετικά μοτίβα και συναισθηματικούς τόνους, που το ένα λειώνει μέσα στο άλλο προς χάρη της «αντικειμενικότητας». Ταινία πολυφωνική, βαθύτατα ουμανιστική, που στρέφει το βλέμμα της στις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων, θέτοντας ένα διαχρονικό όσο και οικουμενικό ερώτημα: είναι ποτέ δυνατόν, με ποιο τρόπο και κάτω από ποιες συνθήκες τα ταξικά δεσμά να γκρεμιστούν και να αναπτυχθούν σχέσεις ισότητας, συντροφικότητας και αλληλεγγύης, πέρα και πάνω από τάξεις, φύλα και εθνικότητες μεταξύ των ανθρώπων; Όποιος όμως μπορεί να διατυπώσει αυτό το ερώτημα δεν χρειάζεται καν την απάντηση του, όπως υποδηλώνει και ο εύγλωττος τίτλος αυτού του μοναδικού αριστουργήματος. Οι ερμηνείες του μεγάλου σκηνοθέτη του βωβού Έριχ φον Στροχάιμ και του Ζαν Γκαμπέν είναι καθηλωτικές.

Η επόμενη ταινία του Ρενουάρ, «Η Μασσαλιώτιδα/ La Marseillaise» (1938), που του ανατέθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση, ήταν ένα πανοραμικό χρονικό της Γαλλικής Επανάστασης που παραδόξως στερείται δράματος ή ιστορικής προκατάληψης σε αναζήτηση αυθεντικότητας, σαν ντοκιμαντέρ. Ο Ρενουάρ αντιπαραθέτει την πολυτελή ζωή του βασιλιά Λουδοβίκου 16ου με τη φτώχεια των κοινών θνητών που ξεσηκώθηκαν για την ανατροπή της μοναρχίας το 1789 και προασπίστηκαν την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ισότητα. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το τραγούδι που συσπείρωσε την πορεία των αγροτών στη Βαστίλη, και που τελικά έγινε ο γαλλικός εθνικός ύμνος.

Το «Ανθρώπινο Κτήνος/La Bete Humaine» (1938) αποτελεί την αριστοτεχνική προσαρμογή του Ρενουάρ στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Έχει χαρακτηριστεί ως μια αντανάκλαση της μοιρολατρικής διάθεσης στη γαλλική κοινωνία ενόψει της επιθετικότητας της ναζιστικής Γερμανίας και ως πρότυπο για πολλά μεταπολεμικά φιλμ νουάρ. Το φιλμ ξεκινά σαν ντοκιμαντέρ, καθώς η ευέλικτη κάμερα δείχνει τους χώρους εργασίας των σιδηροδρομικών, τοποθετώντας εξαρχής τους ήρωες μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, όπου εκφράζεται η κλίση τους για το έγκλημα. Ο Ρενουάρ υφαίνει μαγευτικά την ιστορία του ερωτικού τριγώνου -με αμυδρές παραπομπές στον μύθο των Ατρειδών-, που οι τραγικές ενέργειες των μελών του είναι προκαθορισμένες από την κληρονομικότητα και το πεπρωμένο. Η ταινία παραμένει αξέχαστη για την ομορφιά και τη δύναμη της απεικόνισής του, ειδικά για το ρυθμικό μοντάζ της αρχικής και της τελικής σεκάνς και για τις άριστες ερμηνείες των Ζαν Γκαμπέν και Σιμόν Σιμόν .

La Regle du Jeu 3

Το 1939 ήταν η χρονιά που ο Ρενουάρ ολοκλήρωσε το απόλυτο αριστούργημα του, «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού/La Regle du Jeu». Εμπνεύστηκε το θέμα του από δύο θεατρικά έργα: από τα «Καπρίτσια της Μαριάννας» του Μαριβό και από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ. Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε ένα κάστρο τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου μια ομάδα γάλλων αριστοκρατών με τους υπηρέτες τους συγκεντρώνονται για ένα κυνηγετικό σαββατοκύριακο. Ο Ρενουάρ παρακολουθεί με κομψή ειρωνεία τις ερωτικές μηχανορραφίες ανάμεσα στους αριστοκράτες αλλά και τους υπηρέτες, σατιρίζοντας τους σαθρούς κοινωνικούς «κανόνες». Ήταν η πιο προσωπική ταινία του Ρενουάρ, μια απότομη απομάκρυνση από τον νατουραλισμό προς ένα πιο ποιητικό, πιο κλασικό στυλ έκφρασης. Παράλληλα ήταν και μια πεσιμιστική, αν και συχνά φαινομενικά κωμική, απεικόνιση της κοινωνικής υποκρισίας και της αμφισβήτησης της βιωσιμότητας αξιών όπως η αλήθεια, η αγάπη και η φιλία σε εκείνες τις ευάλωτες στιγμές που αποκαλύπτεται ο παραλογισμός των παιχνιδιών που παίζουν οι άνθρωποι. Το ύφος μετατοπίζεται με μια αιθέρια αφήγηση από την κωμωδία στην τραγωδία, από τον ρεαλισμό στη φαντασία, από το μελόδραμα στη φάρσα. Ωστόσο η ταινία δεν έγινε κατανοητή, όντας πολύ μπροστά από την εποχή της, από τους κριτικούς και το κοινό. Ήταν τόσο μεγάλη η εμπορική καταστροφή καθώς εξαγριωμένοι θεατές διέκοπταν τις προβολές με φωνές διαμαρτυρίας ενοχλημένοι από την ειλικρίνεια της ταινίας, που σχεδόν αμέσως αποσύρθηκε από την κυκλοφορία. Ο Ρενουάρ αναγκάστηκε να την περικόψει  δραστικά, από 113 λεπτά σε μόλις 80, επηρεάζοντας κυρίως τον κεντρικό ρόλο του Οκτάβ, που έπαιζε ο ίδιος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής απαγορεύτηκε ως ηθικά επικίνδυνη, και το αρχικό αρνητικό της εξαφανίστηκε, για να ξαναβγεί στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ της Βενετίας το 1959. Αποδιαρθρωμένη και κατακερματισμένη από τους διανομείς, αυτή η κλασική ταινία θεωρήθηκε στην εποχή της ως παταγώδης αποτυχία μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της στην αρχική  της μορφή το 1965, η οποία αποκάλυψε την εκπληκτική της ομορφιά. Μάλιστα, το 1962 επιλέχθηκε από μια διεθνή δημοσκόπηση κριτικών ως η τρίτη μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών και παραμένει αμετακίνητη σε κάθε λίστα ανάμεσα με τις 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ο Αντρέ Μπαζέν τη θεώρησε μαζί με τον «Πολίτη Κέην» του Ουέλς τους προδρόμους του μοντέρνου σινεμά, κυρίως λόγω της χρήσης του «βάθους πεδίου» στη σκηνοθεσία. Σύμφωνα με τον Μπαζέν: «είναι μια ταινία κατ’ εξοχήν τολμηρή ως προς το θέμα, την τεχνική και τη σύλληψη της αφήγησης… η οποία μεταφράζει καθαρά την κρίση συνείδησης ενός πολιτισμού στα πρόθυρα της καταστροφής του».

Το καλοκαίρι του 1939, ο Ρενουάρ πήγε στη Ρώμη για τις πολιτιστικές ανταλλαγές με σκοπό την προώθηση των ιταλο-γαλλικών σχέσεων. Δίδαξε σκηνοθεσία στο «Centro Sperimentale di Cinematografia», και με τους Λουκίνο Βισκόντι και Καρλ Κοχ έγραψε το σενάριο για την «Tosca», που ο Ρενουάρ έπρεπε να σκηνοθετήσει. Όταν ξέσπασε τον Σεπτέμβριο o Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ρενουάρ επέστρεψε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με την υπηρεσία κινηματογράφου του γαλλικού στρατού. Επέστρεψε  στη Ρώμη την άνοιξη του 1940, για να ξεκινήσει γυρίσματα της «Tosca». Είχε σκηνοθετήσει την πρώτη ενότητα όταν η παραγωγή διακόπηκε τον Ιούνιο από την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Ο Ρενουάρ επέστρεψε αμέσως στη Γαλλία και η ταινία τελικά σκηνοθετήθηκε από τον Κοχ.

Το φθινόπωρο του 1940, ο Ρενουάρ ταξίδεψε στη Λισαβόνα και στο Λονδίνο, και από εκεί τον Φεβρουάριο του 1941 στις ΗΠΑ, απαντώντας σε μια επιστολή-πρόσκληση του σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Ρόμπερτ Φλάερτι. Ο Ρενουάρ έγινε ένας αμερικανός πολίτης -αν και διατήρησε επίσης και τη γαλλική ιθαγένεια- και εγκαταστάθηκε στο Χόλιγουντ, όπου συνέχισε τη διακεκομμένη σταδιοδρομία του με μια σύμβαση που υπέγραψε με την 20th Century-Fox.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module