Μενού

Μέρος 2 – Αντρέι Ταρκόφσκι: ο οραματιστής του χωροχρόνου

1334

«O Ταρκόφσκι για μένα είναι o μεγαλύτερος από όλους μας, αυτός που επινόησε μια νέα γλώσσα, πιστή στη φύση του κινηματογράφου, καθώς συλλαμβάνει τη ζωή ως αντανάκλαση, τη ζωή ως ένα όνειρο»

Ιngmar Bergman

Το όνειρο και η μνήμη της χαμένης παιδικής ηλικίας

Το πρώτο του φιλμ μεγάλου μήκους, «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (1962), ήταν η διασκευή μιας άγριας, τραγικής πολεμικής ιστορίας από νουβέλα του Βλαντιμίρ Μπογκομόλοφ. Στο επίκεντρο του είναι ένας ορφανός 12χρονος, του οποίου η κατεστραμμένη παιδική ηλικία προβάλλεται μέσα από μια εκθαμβωτική σειρά ονείρων. Η οικογένεια του μικρού έχει ξεκληριστεί από τους ναζί, έτσι εκείνος μην έχοντας να χάσει τίποτα πια, κατατάσσεται στον σοβιετικό στρατό ως ανιχνευτής και αναλαμβάνει επικίνδυνες αναγνωριστικές αποστολές, μια που είναι και ο πιο κατάλληλος χάρη στο μικρό του μπόι και τη σβελτάδα του. Δημιουργεί φιλίες ζωής με πολλούς από τους ενήλικες συμπολεμιστές, και όλοι τον σέβονται και τον αναγνωρίζουν ως ισότιμο. Όταν του προτείνουν να πάει σε στρατιωτική ακαδημία -για να τον προφυλάξουν από τους κινδύνους της μάχης-, ο Ιβάν απορρίπτει πεισματικά την πρόταση.

Η υπόλοιπη ταινία αποφεύγει την ηρωική κινηματογραφία δράσης πριμοδοτώντας μια έντονη μελέτη των εντάσεων που προσβάλλουν μια ομάδα στρατιωτών κατά τη διάρκεια του νεκρού χρόνου μεταξύ των αποστολών. Αν και το στυλ του Ταρκόφσκι δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, η προσηλωμένη του ικανότητα να συλλαμβάνει το μεγαλείο της φύσης, ακόμη και εν καιρώ πολέμου, είναι ήδη εντυπωσιακά εμφανής. Το λυρικό αλλά κλειστοφοβικό βάρος του δασικού σκηνικού της ταινίας είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του φιλμ. Ο Ταρκόφσκι βασίζει την προσέγγισή του στις αντιθέσεις μεταξύ πολέμου και παιδικής ηλικίας, πολέμου και φύσης, πραγματικότητας και ονείρων, χρησιμοποιώντας διάσπαρτες οπτικές διατάξεις -οπτικά σύμβολα που ενσαρκώνουν τη ζωή και τον θάνατο. Με τη λεπτότητα ενός ζωγράφου απεικονίζει τη ζοφερή πραγματικότητα του παρόντος να τέμνεται από φωτεινά φλας-μπακ, και πετυχαίνει ένα οπτικό αποτέλεσμα που χαράζεται ανεξίτηλα στη μνήμη. Ο τραχύς φωτισμός, από τα κάτω προς τα πάνω, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τα σκληρά, κουρασμένα και αποστεωμένα χαρακτηριστικά του μικρού αγοριού και το «μεταμορφώνει» σε φιγούρα βιβλικού μάρτυρα.

antrei4

Παρότι είναι η πρώτη του ταινία, έχουμε να κάνουμε με ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό έργο. «Χωρίς τα “Παιδικά Χρόνια του Ιβάν”, ούτε θα μάθαινα πώς να κάνω κάτι, ούτε και θα έκανα τίποτα τελικά», δήλωσε ο επίσης μεγάλος ρώσος σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ. Για να συμπληρώσει ο Μπέργκμαν: «Η “ανακάλυψη” του πρώτου φιλμ του Ταρκόφσκι ήταν για μένα ένα θαύμα. Βρέθηκα να στέκομαι μπροστά σε μια πόρτα κρατώντας το κλειδί που ποτέ κανένας δεν μου είχε δώσει».

Ενώ ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ, αναδεικνύοντας το βαθύ φιλειρηνικό μήνυμα της ταινίας, έδωσε την ερμηνεία «ο πόλεμος γεννά τέρατα-ήρωες που τελικά καταβροχθίζει», θεώρηση με την οποία συμφώνησε και ο ίδιος ο δημιουργός της. Μία από τις σημαντικότερες αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών, «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» επέβαλλαν τη σκηνοθετική αναγνώριση του Ταρκόφσκι στη Δύση με το βραβείο του Χρυσού Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας.

Μια ιερατική προσωπογραφία

Ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1966) είναι μια μοναδική και ιδιότυπη δημιουργία στην ιστορία του σινεμά. Φαινομενικά αποτελεί το πορτραίτο ενός ρώσου αγιογράφου-καλόγερου του 15ου αιώνα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα αλληγορικό δράμα που αντικατοπτρίζει τις δραματικές επιπτώσεις του πολέμου και του χάους στην ανθρωπότητα, αλλά και τη δεινή κατάσταση των ρώσων καλλιτεχνών υπό την καταπίεση του σοβιετικού καθεστώτος. Άλλωστε, η ταινία «φυλακίστηκε» από τους μικρόψυχους σοβιετικούς γραφειοκράτες για έξι ολόκληρα χρόνια, μέχρι την προβολή της το 1972 στο Φεστιβάλ Καννών, και έκτοτε καταχωρήθηκε ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα ανυπέρβλητο κινηματογραφικό αριστούργημα.

Το φιλμ τελικά δεν είναι ούτε βιογραφία ούτε ιστοριογραφία με μορφή συνεκτικής ιστορίας, αλλά αποτελεί την τοιχογραφία μιας περιόδου έντονης βίας και αιματηρών επιδρομών από βαρβάρους. Αυτή η επεισοδιακή σειρά από διαλογισμούς αποτελεί ένα είδος οπτικής αναπαράστασης των αντιφάσεων και της πολυπλοκότητας της ζωής και της δημιουργικότητας στην τέχνη.

Η αφήγηση της ταινίας πραγματώνεται μέσα από εννέα κεφάλαια που ακολουθούν τη διαδρομή του εικονογράφου στο εσωτερικό μιας κατεστραμμένης από ατέλειωτους εμφύλιους Ρωσίας. Οι πιο δυνατοί πρίγκιπες βρίσκονται σε συνεχείς εχθροπραξίες για τη νομή της εξουσίας, και τα χωριά στενάζουν υπό τον φόβο των επιδρομών των Ταρτάρων. Όταν σε μια επιδρομή ο Ρουμπλιόφ αναγκάζεται να σκοτώσει για να προστατεύσει μια ανυπεράσπιστη κοπέλα, βυθίζεται στη σιωπή και απαρνείται για πολλά χρόνια τη ζωγραφική. Θ’ αρχίσει να μιλά και να ζωγραφίζει ξανά, στο έξοχο τελευταίο μέρος της ταινίας, όταν το πείσμα και η δύναμη ψυχής του νεαρού και άπειρου χύτη που κατασκευάζει την τεράστια καμπάνα, υπό την απειλή του θανάτου αν αποτύχει, θα του ξαναδώσει το πάθος για ζωή και δημιουργία. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τον Ταρκόφσκι σ’ όλο του το έργο: το νόημα της ζωής, το αίνιγμα του θανάτου, η πνευματικότητα, η μεταφυσική, το ζήτημα της πίστης, η αθανασία της ψυχής, οι έννοιες της θυσίας και της αγάπης.

antrei4

Με τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ», ο Ταρκόφσκι παρουσίασε τεράστια πρόοδο στην τεχνική του. Όλα τα χαρακτηριστικά της οπτικής προσέγγισης του Ταρκόφσκι  βρίσκονται εδώ σε ισχύ. Μεγαλειώδεις σκηνογραφίες, εκπληκτικές κινήσεις της κάμερας και αφηγηματική ποίηση που σφύζει από φαντασία. Επίσης, για πρώτη φορά αντιπαραθέτει έγχρωμο και ασπρόμαυρο φιλμ, μια πρακτική που συνέχισε και βελτίωσε σε όλη την υπόλοιπη δουλειά του. Το χρώμα εμφανίζεται μόνο στο συνταρακτικό τελικό μοντάζ των έργων του, που έρχεται στο τέλος μιας σειράς συχνά οδυνηρών επεισοδίων ζωής και θανάτου κατά τον Μεσαίωνα που προκάλεσαν τον μετασχηματισμό του Ρουμπλιώφ, από έναν ιδεαλιστή νεαρό ζωγράφο σε έναν μοναχό ορκισμένο στη σιωπή, ως αντίδραση στον πόνο που βλέπει γύρω του.

Ο αγαπημένος ηθοποιός του Ταρκόφσκι, Ανατόλι Σολονίτσιν, ο οποίος θα εμφανιστεί σε όλες τις επόμενες ρωσικές ταινίες του σκηνοθέτη, ερμήνευσε τον Ρουμπλιόφ ενώ το καστ περιελάμβανε και τον Νικολάι Γκρίνκο, έναν άλλο τακτικό συνεργάτη του. Πίσω από την κάμερα βρισκόταν ο ανυπέρβλητος Βαντίμ Γιούσοφ, τακτικός οπερατέρ του Ταρκόφσκι μέχρι τον «Καθρέφτη» .

Η ταινία κέρδισε ένα βραβείο FIPRESCI στις Κάννες και έφερε τον Ταρκόφσκι στην πρωτοπορία του διεθνούς κινηματογράφου.

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module