Μενού

ΕΞΟΡΙΑ - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

1808 3

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος καταπιάνεται με την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία δέκα τόσα χρόνια. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η προηγούμενη, αλληγορική ταινία του «Γραμμές», όπως και η πιο πρόσφατη, «Καθαρτήριο», όπου μέσα από διάφορες ιστορίες παρακολουθούσαμε τον αντίκτυπο της κρίσης στα διάφορα στρώματα του λαού. Στη νέα του ταινία, «Εξορία», ο Μαζωμένος παίρνει για ήρωα έναν απλό Έλληνα, που, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, τον βλέπουμε να προσπαθεί με μια βάρκα να “δραπετεύσει” από την Ελλάδα της κρίσης. Έναν Έλληνα, που ο ίδιος ο Μαζωμένος θεωρεί σύγχρονο Οδυσσέα, που ξεκινά με το μικροσκοπικό σκάφος για ένα ταξίδι προς τα πού; Για ποια Ιθάκη;

Η θάλασσα στην τέχνη εκφράζει συνήθως την ελευθερία μόνο που ακόμη και σ` αυτήν, ο ανώνυμος ήρωας του Μαζωμένου (δεν έχει ούτε όνομα, ούτε χαρτιά, είναι απλά ο “Κανένας” όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια) μοιάζει παγιδευμένος. Θα συρθεί μισόγυμνος και μισοπεθαμένος πίσω στην Ελλάδα όπου θα μπλέξει σε διάφορες περιπέτειες. “Κανείς δεν μένει σ` αυτό τον κωλότοπο”, είναι το σχόλιο ενός μέλους από το σώμα της ακτοφυλακής που τον περισυλλέγουν.

Στο πρώτο επεισόδιο, όταν, ντυμένος με μια κελεμπία που βρίσκει σ` ένα μισοερειπωμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα, διεισδύει σ` ένα μουσουλμανικό μίνι-μάρκετ, και στην προσπάθειά του να κλέψει κάτι για να φάει, συλλαμβάνεται από την αστυνομία, ο Μαζωμένος χρησιμοποιεί ένα απλό στιλ, με ωραίες, διανθισμένες με ποίηση, εικόνες. Αντίθετα, στο επόμενο, με τους δυο αστυνομικούς που τον ανακρίνουν (ο ένας σε ανάπηρο καροτσάκι και ο άλλος με σορτσάκι και ρακέτα του τένις) και τον αναγκάζουν να γδυθεί και να ακούει τις διάφορες βρισιές τους ενάντια στους μουσουλμάνους (“πώς τόλμησες να κλέψεις από αυτά τα ζώα;” τον ρωτάνε οργισμένοι), στο νου έρχεται τόσο το παράλογο χιούμορ των θεατρικών έργων του Χάρολντ Πίντερ όσο κι εκείνο στις ταινίες του Ρόι Άντερσον.

Το επεισόδιο διακόπτεται με την εμφάνιση της Μις Άντζελα, μιας κομψής Γερμανίδας με όνομά που θυμίζει εκείνο της Μέρκελ, που ως από μηχανής θεός (μια πονηρή Καλυψώ;) τον χρησιμοποιεί για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές τις επιθυμίες. Ο Κύκλωπας έρχεται στο νου όταν, με το κολιέ που αποσπά από την Άντζελα, ο Κανένας επισκέπτεται έναν ενεχυροδανειστή, που θέλει να τον κάνει υπηρέτη του και που ο ήρωάς μας (αντι-ήρωας στην πραγματικότητα), για να απελευθερωθεί, αναγκάζεται τελικά να τον σκοτώσει.

Ενώ, σ` ένα θέατρο, όπου κυριαρχεί ένα φελινικό ντεκόρ, αιχμάλωτος τώρα των σειρήνων, ο Κανένας, που έχει πάρει τη θέση του ενεχυροδανειστή, γίνεται ο αποκλειστικός θεατής μιας αναπαράστασης ευφάνταστων ερωτικών σκηνών, πριν αποφασίσει ποια θα επιλέξει. Η τιμωρία του, όταν προσπαθεί να δραπετεύσει, είναι να αντιμετωπίσει για αντίπαλο, σ` ένα αγώνα πάλης μέχρι θανάτου, τον άντρα με τον οποίο σχεδίαζε να δραπετεύσει.

Εκείνο που επιδιώκει, και τελικά καταφέρνει, ο Μαζωμένος είναι, μέσα από τα επεισόδια αυτά, να παρουσιάσει τους διάφορους τρόπους εκμετάλλευσης, ταπείνωσης και εξευτελισμού του νεοέλληνα, εξόριστου, όπως υποβάλλει και ο τίτλος της ταινίας, στην ίδια του τη χώρα, την Ελλάδα της κρίσης. Εξόριστου σε μια χώρα όπου τα ελληνικά έχουν καταντήσει μια δεύτερη γλώσσα, με τους άλλους γύρω του (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) να μιλάνε αγγλικά. Ενός εξόριστου μπλεγμένου σε μια σειρά επεισόδια που μοιάζουν με εφιάλτη, που πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης τονίζει γυρίζοντας τις σκηνές που συνδυάζουν το πέρασμα από το ένα στο άλλο επεισόδιο, σε ρελαντί, τονίζοντας ακόμη περισσότερο το εφιαλτικό αυτό κλίμα με την κατάλληλη μουσική (που έγραψαν οι Αλέξανδρος Χριστάρας και Μιχάλης Νιβολιανίτης).

Ταυτόχρονα, με το εφιαλτικό αυτό ταξίδι του σύγχρονου, ταλαιπωρημένου Οδυσσέα μέσα από την Ελλάδα της κρίσης, η ταινία είναι και ένα ταξίδι μνήμης αλλά και Ιστορίας, ένα είδος σύνοψης των θεμάτων που απασχολούν τον σκηνοθέτη σε όλες τις μέχρι σήμερα ταινίες του («Ο θρίαμβος του χρόνου», «Η μνήμη»). Μαζί και ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και φόρος τιμής στους σκηνοθέτες που δείχνει να αγαπά ο Μαζωμένος: από τον Αντονιόνι και τον Αγγελόπουλο (στο επεισόδιο στο ερειπωμένο σπίτι), τον Ρόι Αντερσον και τον Μίκαελ Χάνεκε (στο επεισόδιο της ανάκρισης), Βισκόντι (στις σκηνές στο σπίτι του ενεχυροδανειστή), ως τον Κιούμπρικ, τον Φελίνι και τον Ζορζ Φρανζί (στο επεισόδιο με τις αναπαραστάσεις ερωτικών σκηνών), χωρίς να λείπει και αμερικανικός κινηματογράφος (στις σκηνές της πάλης). Με άλλα λόγια, όλη την ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου, φιλτραρισμένη μέσα από το προσωπικό, ιδιόμορφο στιλ του σκηνοθέτη.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module